Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή.

— Ε! καλά, του είπε, αγαπάτε πάντα τρελά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη του Τούντερ-τεν-τρονκ; — Μάλιστα, κυρία, απάντησε ο Αγαθούλης. Η Μαρκησία συνέχισε μ' ένα τρυφερό μειδίαμα. — Απαντάτε σαν ένας νέος της Βεστφαλίας· ένας Γάλλος θα μούλεγε: είναι αλήθεια, πως αγάπησα την δεσποινίδα Κυνεγόνδη, αλλά βλέποντάς σας, φοβούμαι, μη δεν την αγαπώ πια! — Αλίμονο!

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάουλάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.

Ο Περιγουρδίνος διπλασίασε τις φιλοφρονήσεις, τις περιποιήσεις του κ' έδειχνε τρυφερό ενδιαφέρο για ό,τι έλεγε ο Αγαθούλης, για ό,τι έκαμνε, για ό,τι ήθελε να κάνη. — Έχετε λοιπόν, κύριε, του είπε, ραντεβού στη Βενετία; — Μάλιστα, κύριε αββά, απάντησε ο Αγαθούλης. Είναι απόλυτη ανάγκη να πάω να συναντήσω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Δεν αστειευόντανε μαζί του, μα εκείνο που τους διηγότανε τους δυνάμωνε στα αίστημα πως είχανε μπροστά τους ένα πλάσμα παράξενα λεπτό και τρυφερό και το παίρνανε στα χέρια τους και τα ανεβάζανε στους βράχους. Κι ο Σβεν δεν άφινε την ευτυχία του να συγχυστή από αυτούς τους μύθους. Είτανε τόσο συνειθισμένος μ' αυτούς, ώστε του φαινότανε πως τον ακολουθούσανε σαν ο ίσκιος τον ήλιο.

Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα.

Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος.

Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας είταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύδι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον . Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δωμάτιον . Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συνηθισμένος· πιο παστρικό κρεββάτι, λέει, δεν υπάρχει.

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

Τι περίεργο γυαλί που είταν εκείνο! Όσες αχτίδες είχε ο ήλιος, όσες αχτίδες σκόρπιζε απάνω στη γις, τις έπαιρνε το γυαλί, τις περιμάζεβε μέσα του, τις συγκέντρωνε, τις έκαμνε μια φλόγα μοναδική. Οι μικροπολίτες έλιωναν έλιωναν ένας ένας· φαίνεται πως τους έκαιγε το γυαλί, και δε βαστούσε το τρυφερό τους το πετσάκι σε τέτοια φωτιά. Έτσι αφανίστηκαν όλοι κ' έμεινε η χώρα άδεια μια στιγμή.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν