Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ω! ναι, τρελλέ μου έρωτα, μαζί μας πάντα γλέντα, και διαδόχων γενεαί ας γίνουν δεκατρείς, και καίε μας, και σπρώχνε μας, και τόξευε, και κέντα ... θέλει φαντάρους κι' από 'μάς η φίλη μας πατρίς. Εμπρός, και αν ασπρίσουνε τα μαύρα μας μαλλιά, βοήθα να περάσουμε κι' αυτόν τον βασιλιά.
Ο τρελός θα μείνη και ας φύγη όποιος είναι γνωστικός. Ο τρελλός αν φύγη, παίγνιον θα γίνη Παίγνιον δεν είναι όμως ο τρελλός. ΚΕΝΤ Πού τα έμαθες αυτά, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Όχι εις τον φάλαγγα, ανόητε. ΛΗΡ Δεν θέλουν λέγει να με ιδούν; 'ταξείδευαν την νύκτα; 'κουράσθηκαν; είν' άρρωστοι; — αυτά προφάσεις είναι, σημεία ότι μ' αμελούν κ' εσήκωσαν κεφάλι. Φέρε μ' απόκρισιν σωστήν.
Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σου;» Αλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.
Έχετε να πάθετ' απ' εμένα, θα σας παιδεύσω και ταις δυο, ώστε ο κόσμος όλος... θα κάμω πράγματα εγώ... Δεν 'ξεύρω τι θα είναι, αλλά θα είναι πράγματα, οπού η γη να φρίξη! Να κλαύσω περιμένετε; Α! όχι, δεν θα κλαύσω. Να κλαίω έχω αφορμήν. Αλλά κομμάτια χίλια να την ιδώ καλλίτερα να γίνη την καρδιάν μου, παρά να κλαύσω! — τρελλέ, ο νους μου θα μου φύγη! ΚΟΡΝ. Η τρικυμία προχωρεί. Εις τα σκεπά ελάτε.
ΓΕΛΩΤ. Άκουε, παππού: Έχε πλειότερα απ' όσα ξοδεύεις, λέγε λιγώτερα απ ’όσα γνωρίζεις, βάστα πλειότερα απ' όσα δανείζεις, μην περιπατής όταν ημπορής να καβαλικεύης, άκουε πολλά κ’ ολίγα να πιστεύης, όλα σου τα κέρδη μη τα κινδυνεύεις, μη μεθοκοπάς ούτε να πορνεύης, κάθου και ησύχαζε, κ' έτσι θα κερδίζης εις τα κάθε είκοσι, δέκα δυο φοραίς. ΚΕΝΤ Αυτό και το τίποτε είναι ένα, τρελλέ.
Πηγαίνωμεν εις εορταίς και πανηγύρια! Καϋμένε τρελλέ, εστέγνωσε το βούκινό σου και δεν αξίζει πλέον. ΛΗΡ Ας την κόψουν λοιπόν την Ρεγάνην, να ιδούν από τι είναι καμωμένη η καρδιά της. Εσένα σε κρατώ, να είσαι ένας από τους εκατόν μου. Τα φορέματά σου μόνον δεν μου αρέσουν. Θα μου ειπής ότι είναι περσικά. Καλλίτερα όμως να τ' αλλάξης. ΚΕΝΤ Καλέ αυθέντα, πλάγιασε. Ολίγον αναπαύσου. ΛΗΡ Σιώπα.
ΜΑΝΤΙΣ. Το μέλλον σου δεν θα είνε τόσον ευτυχές όσον το παρελθόν σου. ΧΑΡΜΙΟΝ. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά μου δεν θάχουν όνομα. Πες μου, σε παρακαλώ, πόσα αρσενικά και πόσα θηλυκά παιδιά πρέπει να έχω. ΜΑΝΤΙΣ. Αν εκάστη σου ευχή ήτο γόνιμος ένα εκατομμύριον. ΧΑΡΜΙΟΝ. Σώπα, τρελλέ. Σε συγχωρώ γιατί είσαι μάγος. ΑΛΕΞΑΣ. Συ νομίζεις ότι μόνον τα σεντόνια σου γνωρίζουν τας επιθυμίας σου.
Αλλά πηγαίνετε να τον βρήτε, ωραία φίλη, μιλήστε του, κυττάχτε αν θα τον αναγνωρίστε». Η Βραγγίνα πήγε στη σάλα όπου ο τρελλός μεινεμένος μονάχος, είχε καθήσει σε έναν πάγκο. Ο Τριστάνος την ανεγνώρισε, άφησε κάτω το ρόπαλο κ' είπε: «Βραγγίνα, άδολη Βραγγίνα, σας εξορκίζω στο Θεό, λυπηθήτε με! — Βρωμερέ τρελλέ, ποιος διάβολος σας είπε τόνομά μου;
Αλλά ο Βασιλέας την εκράτησε από τη βελουδένια κάπα της και την ξανάβαλε να καθήση δίπλα του. — Περιμένετε λίγο, Ιζόλδη φίλη, νακούσωμε αυτές της τρέλλες ως το τέλος. Τρελλέ, τι δουλειά ξέρεις να κάνης; — Υπηρέτησα κόμητες και Βασιληάδες. — Αλήθεια, ξέρεις να κυνηγάς με σκυλλιά και με πουλιά;
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410 ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της• ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη• και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415 κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου• «Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους• και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420 του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε; τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425 τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του• αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430 μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω 'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν