United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτος ένας ψηλός και λιγνός σα ρέγγα Άγγλος, με φαρδειά λινά ρούχα, με μιαν άσπρη κάσκα και τα λορνιόν του κρεμασμένα σταυρωτά από τον ώμο του.

Αφτή ο γερός την πόθησε Αργοσφάχτης όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης, κι' εφτύς ανέβηο άκακος Ερμής κρυφά στον πύργο και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη, 185 γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη· π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα, έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα, τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου, την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την, 190 και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας, ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.

Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τονε σκότωσε το Γιωργή μου. Τονε θάψαμε τ' απομεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τάβλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έρριξε στον ώμο του το δισσάκι, και με πήρε μαζί του.

Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος. 275 Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι, 257 259 σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου, 260 και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα, έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος 262 264 ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 265 έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα, κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα 276 τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.

Κ' οι ναύτες τους, κ' οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που είτανε ρηχά τα νερά, κ' έμειναν τα κατάρτια απ' έξω, και τάδερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφινε η φουρτούνα! Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πη ο Άη Βασίλης εκείνη τη μέρα.

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.

Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι.

Πούθε πέρασε διαβαίνοντας δεν είναι πολύ φανερό. Λέγουν πως κοντοστέκουνταν κάθε λίγο και κοίταζε τόπους. Τη Σαρδική του Αίμου λόγου χάρη, — τη σημερινή τη Σόφια. Σα δυσκολοπίστευτο τούτο. Άλλοι πάλι θένε να πουν πως συλλογίστηκε κάποιο μέρος μεταξύ Πέργαμο και Τρωάδα. Αλήθεια, ψέματα, δεν το καλοξέρουμε μήτε τούτο.

Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να αποκοιμήση τα δύο παιδία. — Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους. — Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.