United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε σε μιαν αλέγρα μουσική, πεταχτή, πεταχτή, σα να κελαδούσαν πουλιά ευτυχισμένα, σα να φιλούνταν αγαπημένα χείλη, σα να ρουφούνταν αναπνοές, σα να πιπιλίζουνταν γλώσσες, σα ν' αγροικούνταν τρελλά γέλοια έρωτα αχόρταγου, σα νάτριζαν ηδονικά σφιγμένα κορμιά, αγκαλιασμένες σάρκες, σφιγμένα κόκκαλα.

Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

Και δύναμι πούχει στα χέρια! σα σίδερα μ' εσφίγγανε! Από το επεισόδιον εκείνο εξήλθεν ο Μανώλης μάλλον ευχαριστημένος. Τι επεδίωκε; Ν' απαλλαγή από ένα αντίζηλον. Επέτυχε δε ό,τι ήθελε χωρίς δυσαρέστους περιπλοκάς με τον Μουδίρην και τους χωροφύλακας, τους οποίους ο οίνος τον είχε κάμη να περιφρονήση.

Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίχιλας. — Έγνοιά σου.

Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ως τόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός. Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το &Μπουντουάρ&, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τάχει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξη βελόνι, μήτ' ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της.

Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια

Σα συγγραφεύς καθυπόταξε το καθετί εκτός από τη γλώσσα, σαν μυθιστοριογράφος μπορεί κάθε άλλο να κάνη παρά να διηγηθή καμμιάν ιστορίασαν καλλιτέχνης όλα τάχει, μόνο η αρμονία του λείπει.

Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.

Δεν κάνεις το σταυρό σου, επανελάμβανε συχνά, να πανδρευθής τώρα που σε γυρεύουν; Ταχειά σα σουφρώσης, ποιος θα γυρίση να σε κυττάξη; Αλλ' η νεάνις είχε τον σκοπόν της. Απίθανον μεν και σκοτεινόν, όνειρον σχεδόν, πλην είχε πάντοτε ένα σκοπόν, ένα όνειρον. Κάθε άνθρωπος έχει το όνειρόν του.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.