Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού.

Ο Αγαθούλης έλεγε πάντα στον Κακαμπό: — Είναι αλήθεια, φίλε μου, άλλη μια φορά, πως ο πύργος, που γεννήθηκα, δεν αξίζει τον τόπο, που βρισκόμαστε τώρα· μα επί τέλους η δεσποινίς Κυνεγόνδη δεν είναι εδώ κι' έχετε χωρίς αμφιβολία, κάποιαν ερωμένη στην Ευρώπη.

Ψηλά σε ράχην ώμορφη και δεντροστολισμένην, Οπούχε κάμπους γύρα της και λόγγους και λειβάδια, Και βρύσες δέκα τέσσερες, εφτάκρουνες, δροσάτες, Με κάνναλες ολάργυρες και γούρνες μαρμαρένιες, Είταν ‘νας Πύργος πάμπαλιος, χίλιων χρονώνε πύργος, Πούχε τους τοίχους του πλατυούς, γερούς, βραχοχτισμένους, Πράσινους, καταπράσινους και με κισσούς ντυμένους, Υπέρψηλα παράθυρα με σιδηριές φραγμένα Και θύρα δίφυλλη χοντρή, σιδηροσκεπασμένη, Πάντα κλεισμένη και βουβή, μανταλωμένη πάντα, Και μέσα κάθονταν κλειστή με τετρακόσιες δούλες, Ωριοπανώρια κορασιά, στον κόσμο ξακουσμένη, Ρηγάγγονο, ρηγόπαιδο, μοναχοθυγατέρα, Πούχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος Και τον λαμπρόν αυγερινό στη φλογερή ματιά της, Κι’ εννιά λιοντάρια για σκυλλιά στους άλυσους δεμένα, Π’ όλην τη νύχτα τ’ άφινε λυτά να τριγυρίζουν Μες στες πλατύχωρες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες, Να τη φυλάν κοιμάμενη, σαν μπιστεμένοι φίλοι, Μην έμπουν μέσα αλλόφυλοι, κι’ εχτροί και την αρπάξουν, Για να ονειρεύεται ήσυχη στ’ ολόχρυσο κρεβάτι Το παλληκάρι τώμορφο, το χιλιοπαινεμένο, Που θα βρισκόντανε ποτέ στη γη την οικουμένη, Να τώπαιρνε για ταίρι της, να του άνοιγε του Πύργου Τη θύρα την κατάκλειστη, μαζί με την καρδιά της.

Ναι, το ξέρεις: αν ξαναδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε Βασιλική διαταγή θα μ' εμποδίσουν να κάνω τη θέλησι του φίλου μου, κι' ας είναι φρονιμάδα και τρέλλα ας είναι! — Φίλη, ο Θεός που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ας σε ανταμείψη. — Φίλε, ο Θεός ας σ' έχη στη φύλαξί του!» Ο Τριστάνος κατέφυγε στην Ουαλλία, στον τόπο του ευγενικού Δούκα Γκιλαίν.

ΧΟΡΟΣ Στους θεούς χρωστούμε που είν’ άπαρτη η πόλη και των εχθρών το πλήθος ο πύργος βαστάει° ποιος τάχα μπορεί να μη στέργει μας τούτα; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Των θεών το γένος να τιμάς δεν σ’ εμποδίζω° μα όμως, δειλούς για να μην κάνης τους πολίτες, κάθου ήσυχη και μην πάρα πολύ φοβάσαι. ΧΟΡΟΣ Πρόσφατο σύσμιχτο πάταγο ακούγοντας με δειλιασμένη τρομάρα σ’ αυτή την ακρόπολη, τίμιαν έδρα των θεών, έτρεξα.

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα τρέχοντας στων θεών τ’ αγάλματα, τι έχω σ’ αυτούς όλα τα θάρρη μου, όταν βροντούσε η πετροχάλαζα στις πύλες· τότε δα κι ο φόβος μ’ έσυρε να προσπέσω στους θεούς το χέρι τους επάνω μας ν’ απλώσουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Εύχεσθε να βαστάξη ο πύργος των εχθρών μας τη δύναμη· δεν είν’ αυτό στων θεών το χέρι; μα λεν πως παρατούν οι θεοί πόλη παρμένη.

Ο άλλος είναι ένα παιδί με σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει τα λευκό μάρμαρο με τα παχουλά χεράκια του. Ο γέρος ανιστορεί το παραμύθι του φιλοσόφου. Μέσα στον ψηλό πύργο καθότανε ένας γέρος φιλόσοφος. Ο γέρος φιλόσοφος κοιμάται τώρα κάτω απ' το λευκό μάρμαρο. Κι' ο πύργος από τότε έμεινε έρημος.

Αν ήταν και κανένας βάρυπνος, να βαρυκοιμάται ακόμη, ξύπναε κι αφτός, τρομαγμένος από την ποδοχαλή που εγινόταν όξω στους δρόμους· από τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος. Βαρύς κι ολόχοντρος εκρεμόταν περακιανά στο ξάγναντο, απάνου στο σύνορο του χωριού, της Δραμαλούς ο πύργος.

Το Ενγάδ εις το μέσον διέγραφε μαύρην γραμμήν, το Χεβρών εις το βάθος ελάμβανε σχήμα απειρομεγέθους θόλου στρογγυλού, το Εσκώλ είχε ροιάς, και το Σωρέκ αμπελώνας. Παρέκει εξηπλούτο το Καρμήλιον με τους καταπρασίνους του εκ συσσάμου αγρούς, ο δε πύργος «Αντωνία» ως κύβος πελώριος εδέσποζε της Ιερουσαλήμ. Ο Τετράρχης έστρεψε τα βλέμματά του δεξιά, θεώμενος τους φοίνικας της Ιεριχούς.

Έπειτα απάντησε: «Ναι, την τελευταία φορά που μου μίλησε, θυμάμαι που του είπα: «Αν ποτέ ξαναϊδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε διαταγή Βασιλική θα μ' εμποδίσουν να κάνω το θέλημα του φίλου μου κι' ας είναι φρονιμάδα ή τρέλλα. — Βασίλισσα, σε δυο μέρες η Αυλή θαφήση το Τινταγκέλ για τον Άσπρο Κάμπο.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν