Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειά!» του ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.
— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το πράμα είνε δύσκολο• αλλά το κατορθώνουμε πειό εύκολα να γίνη, αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη. Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες, περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες, και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν, όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.
Τ' άρεσε τώρα να μένη σ' αυτήν τη θέση και να κλωθογυρίζη στο νου του την ίδια σκέψη. Άρχιζαν να τον τέρπουν τα μελαγχολικά συναισθήματα. Το πείραγμα και τ' αφόρμισμα της πληγής του, του προξενούσε πόνο και σύγκαιρα ευχαρίστηση. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος δυνατός στην πόρτα, σα νάπεσε κορμί τρεχάτο απάνω της. Αμέσως έπειτ' άρχισαν χτυπήματα πεισματικά κι ανυπόμονα.
Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.
Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα!
ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε . . . της έλεγε . . . πως την αγαπάει πολύ . . . πως είνε η πειο ώμορφη του κόσμου . . . ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα γονάτισε μπροστά της. ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα ήρθε η μαμά στην πόρτα κ' εκείνος έφυγε αμέσως. ΑΡΓΓΑΝ Τίποτ' άλλο; ΛΟΥΙΖΑ Τίποτ' άλλο, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το πουλάκι όμως κάτι ακόμα ψιθυρίζει.
ΧΙΟΣ. Κι' εν μπορείτεν εσείς άματις να κάμετεν κανένα μόδο για να φύγω αφ' την άλλην πόρτα; ΣΤΡ. Όχι, όχι.... δεν μπορούμε, μόνον περπάτιε. ΧΙΟΣ. Και μη με περάστεν αφ' το παζάρι, κ' ότι θέτεν πάρτε. ΣΤΡ. Τι θα μας δώκεις; ΧΙΟΣ. Εκατό γρόσια δίνω σας. ΣΤΡ. Φέρτα. ΧΙΟΣ. Ωχού... κι' αφήτε με, γιατί μούρτενε λειγοθυμιά.
Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρι — κι' οι ήσκιοι μας ήταν τρεις . .. Ω μελλούμενε, ω μοιραίε — ξεκίνησες! Δε θα χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι στην πόρτα, καλώς ναρθής. Φεύγω — μα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ θα το πης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν