Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Μα κι' έτσι μέσα την καρδιά δεν τούπειθαν στα στήθια, ως που πια οι πόρτες έπεσαν, και τα πυργιά οι Κουρήτες πατούσαν, κι' έβαζαν φωτιά παντού στη χώρα γύρω.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Έτσι σα βάλτε πια καρδιά στα τάγματά μας όλα, μένουμε οι άλλοι εμείς εδώ και πολεμούμε πάντα, τι πρέπει, κι' έτσι ας είμαστε κατασακατεμένοι· 85 Έχτορα, μόνε σύρε εσύ στη χώρα, και της μάννας πες της σαν πας· τις προεστές ας μάσει κι' ας ανέβει στης Αθηνάς την εκκλησά πας στου καστριού την άκρη, και τ' άγιου χτήριου ανοίγοντας με το κλειδί την πόρτα, όπιο έχει πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο 90 και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά της, αφτό στης σεβαστής θεάς τα γόνατα ας το βάλει, και πες να τάξει δώδεκα γελάδες πως θα σφάξει χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, 95 μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη, που στην αντριά ξεπέρασε θαρρώ όλους τους Αργίτες.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα, τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα 475 τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες. Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα, στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα.

Και πολεμώντας είχε αφτά στο νου το κάθε ασκέρι· πως πια δε μένει γλυτωμός οι Δαναοί θαρρούσαν 700 μόνε όλοι εκεί θα σκοτωθούν, μα μες στα στήθια οι Τρώες είχαν ολπίδα πως στρατό κι' αρμάδα θα ρημάξουν· αφτά θαρρώντας στήθηκαν τα διο τ' ασκέρια αντίκρυ.

Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.

ΚΗΡΥΞ Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης ΚΗΡΥΞ Σκληρός ο λαός, μια που απ’ τον κίνδυνο γλυτώση. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. ΚΗΡΥΞ Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος. ΚΗΡΥΞ Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα.

Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν