Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω.
Τότες πια αλήθια θάβλεπες, Μενέλα, του θανάτου το τέλος απ' του Έχτορα τη σταλωμένη χέρα, 105 τι είταν ανότερος πολύ, αν ίσως κι' οι αρχόντοι των Αχαιών δεν τρέχανε να σε βαστάξουν πίσω.
Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.
Του Κρούμου το ποτήρι και του Σαράφωφ οι μαχαιριές πρέπουν καλήτερ' από τούτο στη σοφία σας... Ελάτε, παιδιά· είπε γυρίζοντας στους σκαφτιάδες· στο νώμο και σπίτι· δε θέλουμε άλλο ηύρεμα σήμερα· μας φτάνει η Δόξα ... Τράβηξε μπροστά με το κεφάλι ολόρθο· ακατάδεχτος πια στη γη και στους κατοίκους της. Τον ακλούθησε ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρας συζητώντας, ακόμη για τόνομα του αγαλμάτου.
Αφού είχε γίνη το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγη. Τον έφεραν πια τρελλό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάση. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τακούση.
Δε θα ξυπνούσε κείνη πια από την αναιστησία και μ' απελπισμένη καρδιά έπρεπε να γυρίσω μια μέρα στη νέα ζωή, που με πρόσμενε χωρίς εκείνη. Έτσι ζητούσα να μαντέψω τη σειρά των στοχασμών της, ενώ εκείνη βυθιζότανε ολοένα βαθήτερα στην εξουσία του θανάτου. Είτανε σα να είχα παραδώσει τον εαυτό μου και τη ζωή μου στο θάνατο και σα να λογαριαζόμαστε κ' οι δυο μαζί, αυτή και γω, με τον κόσμο.
Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόν — ερεβώδη άβυσσον — το πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιά — Το κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.
Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.
Εκαφχιώταν πια πως ημπορούσε, ακούς, να κατεβή τα μεσάνυχτα στης Τσάτουμας κάτου τον τράφο, όπου κρατούν ξωθιές και καλομοίρες. Κ' ημπορούσε να πάη σε κάθε βαλτερόν τόπο, και σε κάθε λαγκαδιά, που κρατούν αερικά και κακά ζιζάνια. Να τα βγάλη στο σβίδο, να παλέψη άφοβα κι αντρειωμένα μαζί τους.
Και τότες οι γερόντοι του στέλνουν πρωτολειτουργούς θεών και τον ξορκίζουν 575 να βγει να διαφεντέψει τους, και τούταζαν μεγάλο χάρισμα· οπούταν πιο παχύ της Κάλυδος το χώμα, εκεί πανώριο τούλεγαν μετόχι να χωρίσει, πενήντα στρέματα, μισό στον κάμπο αμπελοτόπι, τ' άλλο μισό έτσι αφύτεφτο χωράφι να διαλέξει. 580 Πόσα δεν τούλεγε ο Βοινιάς, ο γερο-αλογολάτης, πας στο κατώφλι στέκοντας, και σούσε με τα χέρια τα κολλητά πορτόφυλλα ξορκίζοντας το γιο του· πόσα και μάννα κι' αδερφές δεν τούπαν περικάλια — μα πια πολύ πεισμάτωνε — και πόσα ακόμα οι φίλοι 585 οι πιο στενοί στην Κάλυδο και τιμημένοι πούχε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν