Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τότε ο Λάμωνας, ενώ είχαν όλοι πια μαζευτή και χαίρονταν ότι θάχουνε μαζί τους δούλο όμορφο, αφού ζήτησε την άδεια να μιλήση, άρχισε να λέη: — Άκουσε, αφέντη, από άνθρωπο γέρο λόγο αληθινό. Και πιάνω όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες, πως δε θα ειπώ καθόλου ψέματα.

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ.

Ο Ίλιγγος, ο οποίος καθόλου δεν ημπορούσε να τον βλάψη, του εφύσησε την δηλητηριώδη οσμήν εις το πρόσωπον, διά να του φέρη σύγχυσιν και κάρωσιν και κάτω εις το μαύρον χαίνον βάραθρον επάνω εις τα ορμητικώς σπεύδοντα νερά εκάθητο η ίδια η Νεράιδα του Πάγου με την μακράν λευκοπρασίνην κόμην της και του προσήλωνε τα μάτια της, που ήσαν μάτια θανατοβόλα 'σάν δύο πυροβολισμοί. — Τώρα σε πιάνω!

Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνωΚι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!

Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη. — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι. — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.

Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου. Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση.

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

Το νού σου μη σκοτίζεις, Παρόμια να φροντίζης. Μ' όπιον άλλον συγηστώ Να πεισμόσω ενδέχεται. Μπορώ ν' αποφασίσω Τη γλώσσα να τροχήσω. Τ' αλαφρά σου τα μυαλά Δεν ξεσυνερίζομαι. Τα λόγια σου δεν πιάνω, Τον κόπο μου δε χάνω. Πού μετριούνται τα πολλά, Άμμος είναι θάλασσας! Τα μασκαράτικά σου Και λόγια κι' έργατά σου.

« Φθάνωτη βρύσι· η άμοιρη » Δεν πρόφθασατο ένα, «'Σ το ένα δέξιο της πλευρό » Για να κυτάξω, και νεκρό » Τον είδα· Ωιμένα!...» « Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα. «'Στά στήθηα του απάνω. » Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ; » Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό » Σ τα χέρια μου να πιάνω.» « Προσπάθησα η δύστυχη, » Πνοή για να του δόσω «'Σ το στόμα του με τα φιλιά, » Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά » Για να του ξεστομώσω

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν