United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο λέων βέβαια είνε πολύ δυνατός, και το λίπος του και το δεξιό μπροστινό του πόδι και η τρίχες του μουστακιού του, που πηγαίνουν πέρα, δύνανται να ωφελήσουν πολύ, αν ξέρη κανείς να τα μεταχειρισθή με το σχετικόν εις έκαστον ξόρκισμα• αλλά διά τα νοσήματα των ποδιών πολύ ολίγον φαίνονται να συντελούν.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλης, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι· εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπη στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάμω που δεν θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσης.

« Φθάνωτη βρύσι· η άμοιρη » Δεν πρόφθασατο ένα, «'Σ το ένα δέξιο της πλευρό » Για να κυτάξω, και νεκρό » Τον είδα· Ωιμένα!...» « Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα. «'Στά στήθηα του απάνω. » Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ; » Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό » Σ τα χέρια μου να πιάνω.» « Προσπάθησα η δύστυχη, » Πνοή για να του δόσω «'Σ το στόμα του με τα φιλιά, » Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά » Για να του ξεστομώσω

Δεν συνέβαινεν όμως αυτό, αλλά μετ' ολίγον έγινε κάποιος σεισμός και ηκούσθη ως βοή βροντής• και είδα να έρχεται προς το μέρος μου μία γυναίκα φοβερά, η οποία είχεν ύψος μισού περίπου σταδίου. Εκράτει δε και δάδα εις το αριστερόν χέρι και σπαθί εις το δεξιό έως είκοσι πήχεις μακρύ.

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ Νους μαύρος, χέρι δεξιό, χυλός εχθρόςτην ζήσι, βοηθός η ώρα και οφθαλμός κανείς να μαρτυρήση· φρικτό μίγμ' από βότανα μεσάνυκτα κομμένα, με της Εκάτης τρεις φοραίς το χνώτο μολυσμένα, με το μιαρό σου ιδίωμα, με την κρυφήν μαγείαν, τον ύγιον τόπον της ζωής πάτησ' ευθύς με βίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το βασίλειο.

Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395 εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελατο χώμα. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400 «Να' χε χαθήτην ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος• ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης χάθ' η γλυκάδατο εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό την μακρυά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι' αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.