Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη. Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ!

Δε χάθηκε στο δρόμο. Εσύ τώχασες. — Δε χάνω γράμματα. Ξεφορτωθήτε με. Ώρα καλή! Η γρηά πετάχτηκε η μισή από το παράθυρο. — Να συμμαζέψης τη γλώσσα σου, μπεκρούλιακα! Μεθάς και χάνεις τα γράμματα των χριστιανών. Έννοια σου και θα δης ποια είμ' εγώ. Ο Μαθιός είχε γίνει κόκκινος σαν τον αστακό, από το θυμό μου. — Πας να με ξεφορτώνεσαι, γρηά στρίγγλα, μουρλή, ξεκουτιάρα; Πρωίπρωί.

Μπορεί κανείς να ιδή στο δωμάτιο της Βασίλισσας από ένα στενό παραθυράκι που βρίσκεται πειο ψηλά στο τείχος. Αλλά μια μεγάλη κουρτίνα τεντωμένη κατά μήκος της αιθούσης σκεπάζει τη θέα. Ένας από τους τρεις σας ας μπη αύριο με τρόπο στον κήπο. Θα κόψη ένα μακρύ κλαδί και θα το ξεμυτίση στην άκρη. Ας σκαρφαλώση τότε ως το ψηλό παράθυρο κι' ας παραμερίση λίγο με το κλαδί το πανί της κουρτίνας.

Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.

Ο Αγαθούλης αρνήθηκε· οι θρησκόληπτες τον βεβαιούσαμε, πως ήτανε καινούργια μόδα· ο Αγαθούλης απάντησε, πως δεν ήτανε καθόλου άνθρωπος της μόδας. Ο Μαρτίνος θέλησε να πετάξει απ' το παράθυρο αυτόν τον κύριο. Ο παπάς ορκιζότανε πως δε θα θάψει τον Αγαθούλη· ο Μαρτίνος ορκιζότανε, πως θα θάψη τον παπά, αν εξακολουθούσε να τους ζαλίζη.

Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο. — Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της. Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.

Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής! Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα! Και με ποιάνα! Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω!

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε. Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες. — Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε. Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια. — Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά. Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο.

Ψηλά μέσ' από το λίγο άνοιγμα του παραθυριού, κόκκινο φως φάνηκε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα, και το φεγγάρι όσο μπορούσε να μπη μέσα, στο μόλις ανοιγμένο παράθυρο, άφινε να χωρίζη εκεί ψηλά από μέσ' απ' τα ξύλα κάτι τι άσπρο, σα σκιά, σα φάντασμα που κινούνταν.

Και συγχρόνως χωρίς να συμβουλευθή τας δύο κόρας, έβαλεν αγρίαν φωνήν: — Μωρέ, τι κόσμος είν' εδώ; Στοιχειά ήρθαν απόξου, να μας φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανά ... Δος μου το τουφέκι να ρίξω. Άνοιξε το παράθυρο, ψηλά, ψηλά, απ' τον φεγγίτη εκεί!.. Η θεατρική αύτη κραυγή έσχε το αποτέλεσμά της. Πρώτος ο δημοδιδάσκαλος έδωκε το σημείον της αποχωρήσεως.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν