Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275 προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω• ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».

Και αν από τα χέρια σας οι άνεμοι λυμένοι λυσσομανούν και μάχωνται με τα καμπαναριά μας, κι' αν καταπίνη καραβιαίς το αφρισμένο κύμα, και αν κυλιούνται κατά γης τα γεμισμένα στάχυα, τα δένδρ' αν ξερριζόνωνται, αν σχίζωνται τα κάστρα, κ' επάνω αν κρημνίζωνταιτους φυλακάτωράς των, κι' αν γέρνουν τα κεφάλια των παλάτια, πυραμίδες, ως που να σμίξ' η κορυφή με τα θεμέλιά των, κι' όλ' η σπορά της φύσεως αν γείνη άνω κάτω, εσείς αποκριθήτε με εις ό,τι κι' αν 'ρωτήσω!

ΙΩΝ Αγαπητή μητέρα μου! πότε θα ιδώ κ' εσένα; τώρα ποθώ για να σε ιδώ περσότερο από πρώτα. μα τι να κάνω τώρα πεια, αν ήσαι πεθαμένη! ΧΟΡΟΣ Η χαρά του σπιτιού, που δουλεύουμε και για μας είνε τώρα χαρά. Μα πως ήθελα μέσ' στου Ερεχθέως τα παλάτια να ζη ευτυχισμένη με δικά της παιδιά κ' η κυρά.

Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε, — Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνειΩς π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας. Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας, Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα. Μήνες περνούνε.

Φαίνονται οι χώρες του Χαγάνου, οι χώρες του Θεομίσητου, του Ζάρακα, του Μήτρου Γλάμη κι αλλουνών. Ένα προς ένα ξεχωρίζουν τα παλάτια τα δικά τους και τα χαμώγεια των κολλήγων τους. Απόπερα στη ρίζα της ομάλιας τρεμολάμπει σα νιόβγαλτο αστέρι και το σπιτάκι του Ευμορφόπουλου. Δίπλα στο σπιτάκι κι απάνου σ' ένα θεόχτιστο κοτρώνι, ξεχωρίζουν κάτι χτίρια μισά και σαραβαλιασμένα.

Αλλά μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία.

Και του Διός η κόρη πίσω πετάει στον Έλυμπο, στου Δία τα παλάτια, εκεί να σμίξει τους θεούς και τις θεές τις άλλες.

Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.

Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.

Ονειροθεμελιώνει με αγάπη και στοργή μέσα στη γέρική της υπνοφαντασιά παλάτια αρμονικά· ασύγκριτα τα χτίζει και περικλεί στα αθώρητα τα βάθη τους μια ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστην την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα. Λογιάζει και ονειρέβεται η γριά γλυκά.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν