United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του. — Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Δεν ανέχεσαι να μείνω; εφώναξε, «είμεθα σύμφωνοι! Περιμένεις καλούς φίλους, καλυτέρους από μέναΝτροπή Μπαμπέττα!» — Είσαι αποτρόπαιος! είπεν η Μπομπέττα. Σε μισώ! και έκλαιε. Φύγε, φύγεΑυτό δεν το άξιζα! είπεν ο Ρούντυ και έφυγε· τα μάγουλά του ήσαν αναμμένα σαν φωτιά, η καρδιά του ήτο αναμμένη σον φωτιά. Η Μπαμπέττα έπεσε 'στο κρεββάτι της και έκλαιε.

Εμάς τους δύο θέλουν και καλά να μας πάνε στον παράδεισο. — Γωύ! έκαμνεν αρνητικώς ο κύων. — Με το στανιό θέλουν να μας αγιάσουνε. — Γωύ! — Δεν μας σώνουν τα άλλα τα βάσανά μας, μας αφήνουν και νηστικούς. — Γαυ! έκαμεν ο κύων καταφατικώς. — Να είχα τουλάχιστον ένα κόκκαλο να σου ρίξω εσένα, και μένα δεν με μέλει, ειμπορώ να μείνω και νηστικός.

Εγώ θα μείνω τώρα εδώ, μα μ' όλους μου τους λόχους αδέρφι στέλνω αγαπητό να πάει να πολεμήσει, 240 και δόξασ' τον, δυνάμωσ' του, ω βροντολάλε Δία, μέσα στα στήθια την καρδιά, που ο Έχτορας να μάθει, κι' αν μοναχός του ο βλάβης μου να πολεμάει κατέχει, ή τότες μόνο του λυσσούν τ' αζύγωτά του χέρια όταν μαζί του πάω κι' εγώ στο πανηγύρι τ' Άρη. 245 Μα όταν πια διώξει τη σφαγή κι' αντάρα οχ τα καράβια, άπαθος κάνε τότε εδώ να μου γυρίσει πίσω μ' όλα μου τ' άρματα, μαζί και τ' άσκιαχτο μου ασκέρι

Ότε πρό τινων ετών ηναγκάσθην να διαχειμάσω εν Αιγύπτω, αφού εθαύμασα τας πυραμίδας, τας καμήλους και τον αντιβασιλέα, αφού ήκουσα τ' αυλοτύμπανα, έφαγον βανάνας και έπιον ταμαρινθόζωμον, μη θέλων να μείνω άγευστος ουδεμιάς των φαραωνικών απολαύσεων, απεφάσισα να ροφήσω καί τινα δόσιν &ασιχίου&. Το έδεσμα τούτο γνωρίζουσι πιθανώς οι πλείστοι των αναγνωστών εκ του &Κόμητος Μοντεχρίστου& του μακαρίτου Δουμά.

Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου, και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε τοτον νου σου· 495 αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, μίαν προς μίαν θα σου ειπώτο σπίτι ταις γυναίκαις, και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί. — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμης το έκαμες.

Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.