Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Τω όντι ο ίππος εφαίνετο ρωμαλέος· είχε τρίχωμα, ελαφρώς ασπρόμαυρον, πόδας ευτόνους, λαιμόν χυτόν, κεφαλήν ωραιοτάτην, επί του μετώπου φέρουσαν λευκόν στίγμα, το οποίον θεωρείται συστατικόν απαραίτητον καλού ίππου. Μόλις όμως εισήλθεν εντός του Στρεμμενού το ορμητικόν ρεύμα τον παρέσυρεν εδώ κ' εκεί και μετά αγώνα μεγάλον κατώρθωσε να φθάση εις την αντίπεραν όχθην.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Ο κάματος, και το σκότος και της ασφαλείας η συναίσθησις, και η αντίδρασις των παρελθουσών συγκινήσεων, και το ψύχος της νυκτός, και των κυμάτων ο ρόχθος, τα πάντα ομού εδάμασαν τους επί του καταστρώματος συνεσφιγμένους φυγάδας, και επροσπάθησεν όπως έκαστος ηδύνατο να σκεπασθή, και έκρυψαν αι μητέρες τα τέκνα εις την αγκάλην, οι δε γέροντες έκλιναν την λευκήν κεφαλήν επί των σανίδων του πλοίου, και έπαυσαν αι ομιλίαι, και δεν ήκουες ή την βοήν του κύματος σχιζομένου υπό την πρώραν, και το τρίξιμον του σκάφους, ότε ο άνεμος αγριεύων έκλινε προς την θάλασσαν τους ιστούς.

Επήγα μαζί με τον Κωσταντήν πολλά βήματα πέραν του ιερού της εκκλησίας με έν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών. Ευτυχώς ο Μπαλής δεν είχε υπάγει μακράν, ήτο διακριτικόν άλογον. Είχεν απομακρυνθή απλώς διά να βοσκήση, και δεν είχε βάλει κακόν εις την κεφαλήν του.

Μετά μικρόν την κατέλαβε σκοτοδίνη ως τον χορεύσαντα επί πολλάς ώρας καρτσιλαμάν και προσκρούσασα επί τινος χόρτου, εκυλίσθη μετά δούπου χαμαί. Τα παιδία εν τούτοις έφευγον μετά τάχους. Από καιρού εις καιρόν έστρεφον προς τα οπίσω την κεφαλήν και ως να έβλεπεν φοβερόν δράκοντα απειλούντα να εκμυζήση το αίμα των, έτεινον όσον ηδύναντο τους μικρούς των πόδας και κατέβαλλον όλας των τας δυνάμεις.

Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή.

Έπειτα δε, οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την αυλητρίδα και μερικούς άλλους από τους συντρόφους του, εφάνη και ο ίδιος εις την ολάνοικτον θύραν, όπου και εστάθη στεφανωμένος με παχύφυλλον στέφανον από κισσόν και ία και έχων εις την κεφαλήν πάρα πολλάς ταινίας, και είπεν: — Άνδρες, χαίρετε! θα δεχθήτε ως συμπότην σας και ένα άνθρωπον φοβερά μεθυσμένον, ή να φύγωμεν αφού στεφανώσωμεν μόνον τον Αγάθωνα; διότι δι' αυτό ήλθομεν.

Ετέντωσε τα πτερά του και εκτυπούσε το κλουβί απελπισμένα· αντί να κελαδή γλυκά καθώς άλλοτε, έλεγε πι, πι, και ανεστέναζεν. Έπειτα έγυρε την κεφαλήν του και έσκασεν από λύπην και στέρησιν. Την αυγήν ήλθαν τ' αγόρια και ηύραν το πουλάκι ψοφισμένον και έκλαυσαν, Έκλαυσαν και έσκαψαν ένα μικρόν λάκκον και το έθαψαν και εφύτευσαν άνθη απ' επάνω.

ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Μ' ολόγυμνην την κεφαλήν!..Αυθέντα, εδώ κοντά ευρίσκεται μία καλύβα, όπου θα εύρης καταφύγιον απ' την ανεμοζάλην. Έλα εκεί ν' αναπαυθής. Εγώ δε εις το σπίτι πηγαίνω πάλιν το σκληρόν, — σκληρότερον ακόμη κι' απ' τους λιθίνους τοίχους του, και όπου τώρ' ακόμη απ' έξω μ' έκλεισαν, ενώ να σ' εύρω εζητούσα, την θύραν του την άξενην 'πάγω να την ανοίξω διά της βίας! ΛΗΡ Ήρχισε ο νους μου να σαλεύη.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν