Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ωστόσον ημέραν παρ' ημέραν άρχισα να βάνω εις καλήν τάξιν το σπίτι μου, το εργαστήριον και τας υποθέσεις μου, ότε μετά δέκα ημέρας βλέπω και μου παρασταίνονται εις το σπίτι μίαν ημέραν δύο σκυλλιά μαύρα και κινούντα την ουράν με την κεφαλήν σκυπτήν μου έδειχναν αγάπην και ταπεινότητα, και από το σχήμα των και τα κινήματά των έδειχναν ότι ζητούν συμπάθειαν.
Ίνα δε αποδιώξη από της κεφαλής της πάσαν της σκιάδος ανάμνησιν, απέθηκε παρά το πλευρόν τον κάλαμον και λαβούσα από της ποδιάς της εστριμμένον μαλλίον, ήρχισε να τυλίσση αυτό περί την άτρακτον ενώ τα γαλιά έβοσκον ησύχως ανά τον αγρόν. Κ' εν τη ενασχολήσει της όμως εκείνη, έστρεφεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, προσβλέπουσα περιδεώς την σκιάδα, ως μέρος ύποπτον.
Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.
Εκρατούμην στερεώς προσδεδεμένος επ' αυτού διά σχοινίου, το οποίον περιέβαλλε πλειστάκις το σώμα μου, αφίνον ελευθέραν την κεφαλήν μου και τον αριστερόν βραχίονα. Και διά να λάβω την τροφήν μου, η οποία είχε τοποθετηθή πλησίον μου, έπρεπε να επιχειρήσω σοβαράς αποπείρας. Είδα με τρόμον ότι είχαν αφαιρέσει την κανάταν με το νερό. Λέγω με τρόμον, διότι εδιψούσα υπερβολικά.
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
— Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντε 'ς τον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.
Αλήθεια όμως το νέον όνομα δεν είχε περισσοτέραν αρχοντιά; Η χήρα το επανελάμβανεν επισύρουσα την φωνήν, διά να δείξη όλην του την μουσικήν και την ευγένειαν. Έπειτα σείουσα την κεφαλήν έλεγεν: — Είντα λέμε κ' εμείς πως ζούμε στον κόσμο και κάνομε! Να την ακούσετε να σάςε δηγάται τςη χώρας τα καλά και τς' αρχοντιές και να στουπίρη ο νους σας!
Εκ των γερόντων όμως ικανοί εφόρουν επί της κεφαλής «πετσέταν» λευκήν, ήτις μόνον κατά το δέσιμον διέφερεν από το σαρίκι. Ο Μανώλης μάλιστα ενθυμείτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, την οποίαν είχε παρατηρήσει εις την εκκλησίαν. Κάμποσοι εκ των γεροντοτέρων τούτων είχον, όπως και εκ των Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην την κεφαλήν, αφίνοντες εις την κορυφήν μικρόν θύσανον.
Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς. Όλος υμέτερος Θ. Ξυλούδης. — Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη. — Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ και πέντε χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά, βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα να κάμη επιρροήν, διά να γείνη υπουργός.
Παραλαβόντες τους περί τον Αμόργην επικούρους και μη κακοποιήσαντες διόλου κατέταξαν αυτούς εις τον στρατόν των, διότι οι πλείστοι ήσαν Πελοποννήσιοι. Και παραδώσαντες εις τον Τισσαφέρνην και την πόλιν και τους αιχμαλώτους πάντας, είτε δούλους είτε ελευθέρους, συνεφώνησαν να λάβουν παρ' αυτού ένα στατήρα δαρεικόν κατά κεφαλήν, και έπειτα επέστρεψαν εις την Μίλητον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν