Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τα μάτια του κοιτάζουν ξαφνισμένα τις τελευταίες φλογερές αναλαμπές του ηλιού, που χάνεται στην ήσυχα κυματισμένη θάλασσα. Κάθεται κει με το σαγόνι ακκουμπημένο στο χέρι του, σα να συλλογίζεται κάτι σοβαρό, που δεν μπορεί να το εκφράση με λόγια. Κι όταν τέλος ξέρει πως πρέπει να πάη να κοιμηθή, κρεμιέται στα λαιμό του μπαμπά και παρακαλεί να τον φέρω στο κρεββάτι του.

Από την ξενιτειά που μας ήρθε, κάτω στην πατρίδα της, εκεί κάτω στη Δύση, ίσως έταξε τίποτις κανενός, σα γυρίση πάλε πίσω. Κάτι θα με κρύφτη· είναι αδύνατο με την ομορφιά της, να μην την αγάπησε όποιος την είδε. Για τούτο κάμνει πρώτα την αδιάφορη και παίζει και γελά· για τούτο μόλις μια λέξη ξέρει να μου πη, εκεί που η αγάπη με τρελλαίνει. Για τούτο κάθεται ώρες και συλλογιέται.

Και τα μικρά παιδάκια τον κύτταζαν ολοτρόγυρα μ' ανοικτό το στόμα. Άλλος πάλι έλεγε πως τον είδε να κάθεται ώρες στη ρίζα ενός δένδρου, και να κυττάη τον ουρανό με τα μεγάλα παραπονεμένα μάτια του. Όταν περνούσε όμως βιαστικά από μέσα απ' τη χώρα, τα παιδιά τρέχανε από πίσω του. «Αι! Αι! ο τρελλός...» Ύστερ' από καιρόν ο τρελλός, όπως φανερώθηκε άξαφνα, έτσι άξαφνα και χάθηκε.

Τώρα άλλο πια κανείς μας ας μην προσμένει πρόσταγμα και κοντοστέκει πίσω, τι τ' άλλο αφτό του θαν του βγει λαχτάρα στο κεφάλι, 235 στα πλοία πίσω αν κάθεται, μον όλοι ομπρός! σα φάμε, ας τρέξουμε ίσια τους οχτρούς ν' αρχίσουμε πελέκι

Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι. «Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα.

Δεν μπορεί να κουνήση, γιατί πρώτα πρέπει να συλλογιστή τι μέρα θα φύγη· αν τύχη να είναι τρίτη, χάθηκε ο κόσμος. Αν άξαφνα το πρωί, εκεί που τρέχει στη δουλειά του, ανταμώση στο δρόμο έναν παππά, γυρίζει πίσω. Κάθεται και πάει να σηκωθή· στέκεται και πάει να καθήση· λέειΤι θέλει ο Θεός, να σηκωθώ ή να καθήσω; Κάνει βίζιτα ενός φίλου του· μα σκουντάφτει στη σκάλα· θα πη πως κάτι θα πάθη.

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Τ' απόγιομα 'ςτ' αλώνια Στήσαν η λυγεραίς χορό, κι ακούει ο δόλιος Λάμπης Στ' άλλα τραγούδια ανάμεσα που λέν' η νηαίς μπροστά του, Της Πούλιας τ' αρραβώνιασμα!.................. Η ΝΗΣΙΩΤΟΠΟΥΛΑ κ. Σπ. Π. Λάμπρω Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο, Με κέντημα ατά χέρια της, μ' αγάπη στην καρδιά της.

Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.

Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν