Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Έτσι είπε η Ήρα κι' έκατσε — και στου Διός τον πύργο 100 όλοι οι θεοί βαριόμησαν — -και γέλασε, μα γέλιο στα χείλια μόνο κι' έμεινε ανταριασμένη η όψη, κι' έπειτα πήρε με πικρά ναν τους μιλήσει λόγια «Αλί μας που έτσι αλόγιαστα θυμώνουμε του Δία κι' ακόμα ναν του βάλουμε περιορισμό ζητούμε 105 μ' αντριές μας και φοβέρες μας! Μα εκείνος τι τον μέλει που κάθεται κι' αδιαφορεί.
Ο πατριάρχης τους ασπροφλόκατος, αρματοζωσμένος, με το καριοφύλλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφίνει να γεμίση νεροβάρελο αν δεν πληρωθή πρώτα. — Μπισμάτ!.. μπισμάτ!.. φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας. Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω!
Μας είπαν ωςτόσο πως εμείς τόχουμε τέτοιο ύφος, γιατί δε ζούμε στην Αθήνα, γιατί δεν ξέρουμε ποιές λέξες μπορεί κανείς να πη στο θέατρο, ποιες άλλες στον καφενέ, και ποιες άλλες στο «φροντιστήριο», που κάθεται και γράφει ο φιλόσοφος. Δε ζούμε στην Αθήνα, και γι' αφτό, νομίζω, βλέπουμε καλήτερα πώς κρίνουνε τους αρχαίους αλλού, πώς νοιώθουνε την ομορφιά τους, πώς πολεμούν και να τη μιμηθούνε.
Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο.
Άλλοι εχαμογέλασαν και άλλοι εμπαιζογελούσαν μαζί του. Ωστόσο ο Λίακας κάθεται για να φάη καλά, να πάρη απάνου του· κάθεται για να πιη, να γίνη σκνίπα. Ν' αντρειωθή κιόλα με το κρασάκι το βλογημένο. Ναρματωθή κιόλα, να πάη στο ξάγναντο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι που θα ήταν το στοιχειό, να το βγάλη σε σβίδο.
Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της.
Διατί τον απέσπασαν από την ευτυχίαν του και τον κατεδίκασαν να κάθεται επί ώρας ακίνητος, υπό την απειλήν των βλοσυρών βλεμμάτων ενός κακού ανθρώπου, μεταξύ τεσσάρων τοίχων; Διά να μάθη γράμματα; Τι να τα κάμη τα γράμματα; Αυτός πάντοτε θα εγίνετο βοσκός και κανείς από τους βοσκούς που εγνώριζε δεν ήτο γραμματισμένος. Είχεν άλλως σχηματίσει πεποίθησιν ότι ήτο αδύνατον να μάθη γράμματα.
Το παράσερνε ο Δίδαχος, κι ο κόσμος στενοχωριούταν. Ο Κωσταντίνος όμως, να τακούση δεν έστεργε πως ο λόγος καταντούσε κουραστικός, μόνο έλεγε και καλά να πάη εμπρός. Πάλι τον παρακαλούνε να καθίση στο θρόνο, και τότες γυρίζει και τους ρωτάει θυμωμένα πώς γίνεται να διδάσκεται ο θείος ο λόγος κι αυτός να κάθεται ραχατεύοντας.
Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ Η επιστήμη κάθεται 'στόν σβέρκο μας καββάλα κι' αι τέχναι της κατήντησαν σωτηριώδεις μάγισσαι κι' εις άλλας σφαίρας φωτεινάς το πνεύμα εσελάγισε. Εν τούτοις καλώς ώρισες, βρε Μεφιστοφελή, αν και η παρουσία σου ποσώς δεν μ' ωφελεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν