Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Εν τω μεταξύ τούτω εισέρχεται η Δημαινέτη, αυτή απαράλλακτη, και κάθεται πλησίον μου, όπως τώρα αυτός ο Ευκρατίδης — και έδειξε τον νεώτερον εκ των υιών του, ο οποίος και πριν ήτο ωχρός από την διήγησιν, και τώρα συνεταράχθη με παιδικήν δειλίαν. Εγώ, εξηκολούθησεν ο Ευκράτης, άμα την είδα, την αγκάλιασα και ήρχισα να κλαίω.
Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι. Αποσταμένος κάθεται να πιή νερό 'ς τη βρύσι. Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της, Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια, Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια, Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο. 'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.
Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.
Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού. Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της.
Βλέποντας όμως ο Ζήνωνας κατόπι, στα 478, πως όσο πήγαινε δυνάμωνε ο Θεοδορίχος, κι όσο πήγαινε αδυνάτιζε ο φίλος του ο Θοδορίχος, αποφασίζει και του στέλνει πρεσβεία και του ζητάει τη φιλία του, με συφωνία ν' αφήση το γιο του όμηρο στην Πρωτεύουσα και να μένη ο ίδιος στη Θράκη, όχι όμως πια για πολεμικούς σκοπούς και γι αρπαγές, παρά να κάθεται και να χαίρεται τα όσα είχε από τα πριν αρπαγμένα.
Κάθεται στην κορφή ενός λόφου, και από τα ύψη του ξαγναντεύει στα βαθιά των οριζόντων ως γην επαγγελίας κάποιο τύμβο που η κορφή του φαίνεται στα μάτια του ονειροπλέχτη του παππού, φαίνεται πως εγγίζει τον ουρανό. Ποτέ του δεν ταξίδεψε, και όμως πόσες ιστορίες ξέρει θαυμαστές που θαυμαστότερα τις διηγείται!
Απεριόριστη κι απόλυτη είν' η ματιά εκείνου που κάθεται ήσυχα και μελετά, που περπατάει μοναχός και ονειροπολεί.
Ο Άνθιμος ήταν άνθρωπος με θέληση, με χαρακτήρα, και σαν είχε μια ιδέα σταθερή, δεν του εγύριζε κανείς το κεφάλι. Στο γούμενο δεν είχε καμμιά υπόληψι· ετελείωσε. Ήξερε αυτός τι έκρυβε μέσα του ο πονηρόπαππας, αδιάφορο πως ήταν γλυκός και ζαχαρένιος. Τη διπροσωπία ο καλόγερος δεν την υπόφερε σαν τους άλλους και καλλίτερα να λείπη, παρά να κάθεται να βλέπη αδιάφορος τα ντροπιασμένα του καμώματα.
— Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτω 'ς την άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη. Και μετά μικρόν τεθλιμμένος: — Πηγαίνει 'ς τον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάει 'ς το Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τους!» όλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου. — Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!
Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει. «Παναγιώτατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλετος εφ' ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθήνιων της Σης Παναγιότητος θεραπόντων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν