Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος….» Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας!»
Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.
Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι.
— Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ! — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα. — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;
Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.
Του φαινόταν πως ήταν νεκρός και πήγαινε, πήγαινε σαν μια κολασμένη ψυχή που πρέπει να φτάσει στην αιώνια μοίρα της. Στιγμές στιγμές όμως μια αίσθηση ανταρσίας τον ανάγκαζε να σταματά, να κάθεται στην άκρη του δρόμου και να κοιτάει μακριά.
Αυθέντη, του είπεν, εγώ είμαι πρόθυμος διά να σε υπακούσω οπόταν θέλης έτσι· μα ήξευρε πως προίκα δεν έχω να σου δώσω, και αν την θέλης χωρίς προίκαν καλώς, ειδεμή ας κάθεται. Ετούτο είνε παρά πολύ, είπεν ο Κατής, μα ας είνε· εγώ είμαι ευχαριστημένος να την λάβω και δίχως προίκα, και λέγοντας, ούτως ηθέλησε διά να γραφθή η συμφωνία.
Ψωμί μαύρο και όσπρια νερόβραστα βρίσκει και αλλού και τον Άνθιμο παντού τον παρακαλούνε, γιατί ξέρει και τέχνη, είνε παπουτζής, δεν είνε κηφήνας να κάθεται αργός· είναι άνθρωπος χρήσιμος. Δεν του χρειάζουνται και πολλά να ζήση και η υπόσχεσες του 'γουμένου δεν τονε δελεάζουν, ο θεομπαίχτης αυτός ας τρώγη κι' ας παχαίνη μονάχος του.
Και την παρέβαλε με την σημερινήν κατάστασίν του, να κάθεται γυναίκα χάσασα όλην την δρόσον και την περιποίησίν της να σε καρτερή εις τον νερόμυλον με δύο παιδιά, οπού το ένα να διηγήται παραμύθια στο άλλο. Βεβαίως η δευτέρα θέσις τον συνεκίνει κάπως, αλλ' η πρώτη του εφαίνετο πλέον επιθυμητή, και ευχαρίστως θα εδέχετο να ξαναρχίση πάλιν.
Γέρος όμως όντας ο Αθαναρίχος και στοχαζούμενος άνθρωπος, αντίς να κάθεται και να συλλογιέται πολέμους και σφαγές, πηγαίνει ίσια στο Θεοδόσιο και του προτείνει να συθηκέψη μαζί του. Κι ο Θεοδόσιος: τι άλλο ήθελε; Βγαίνει και τον ανταμώνει απέξω από την Πρωτεύουσα, έπειτα τον παίρνει μέσα και του κάμνει μεγάλες και βασιλικές τιμές. Πήγε να τα χάση ο Αθαναρίχος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν