United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !
Μιαν αυγή — την Τετράδη ας πούμε — πέθανε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος· και πέθανε κάπως ευχαριστημένος. Λέω κάπως, γιατί σ' αυτόν και στη γενιά του δεν ήταν φυσικό να βλέπη με καλό μάτι το θάνατο. Α, όλα κι όλα! Γάμους θες, παιγνίδια, μαλώματα, δουλειά — μάλιστα. Θάνατο με θάνατο μην τον μολογάς. Μα πού ρωτάει ο Χάρος! Άρπαξε το γέρο από τα μαλλιά και τον γκρέμισε κάτω.
— Για να σου πω, καπτά Γιάννη, πόσα χρήματα έχω να πάρω; Ο Καραγιάννης εγέλασε. — Τι τα θες; τον ερωτά. — Τα θέλω! — Πιάς' το τεφτέρι και κύταξε. — Δος μου το κλειδί του συρταριού σου. ο Καραγιάννης του το έδωσε, με το γέλοιο πάντοτε.
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε 217 «Μη μ' αμποδίζεις που ποθώ να πάω, τι δε θ' αλλάξω, και μη μου γίνεσαι κι' εσύ κακό σημάδι σπίτι. Τι αν άλλος μου τ' αρμήνεβε — πες αν θνητός — στον κόσμο, 220 θες από σπλάχνα κρίνοντας θες όνειρα, τα πούμε ψευτιά 'ναι κι' ίσως σε κακό πως φόβος να τελιώσει. Μα τώρα αφού θεά άκουσα κι' ομπρός μου εγώ την είδα, θα σύρω... τόπα, θα γενεί.
Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, 135 τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει!
— Καλήτερα, λέω, να μάθη πώς είμαστε σήμερα. Τι θα βγη με τα περασμένα; Αν έκαν' έτσι ο πατέρας σου, δε θα είχαμε σήμερα τούτη την τρυπούλα. Κ' έπειτα να σου ειπώ· επρόσθεσε μαλακώτερα· καλά είσαι συ στα βιβλία. Ας το το παιδί να πάρη το δρόμο του. Δε μπορεί να γίνουμε όλοι σοφοί! — Καλά, μητέρα, καλά· είπε ο Αριστόδημος, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του· ας γίνη ό,τι θες.
Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.
Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι. Δέσπω. Σαν τι λογής; Αρετ. Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη!
Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε.» 205
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα «Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου, αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα, που συλλογή ίση και των διο σας έχει κι' ίση αγάπη.
ΦΛΕΡΗΣ — Πού θες να ξέρη. Ποτέ δεν της είπα τίποτα. Άκουσε όμως γιατρέ. Τα πράματα δεν είναι όπως τα φαντάζεσαι. ΜΙΣΤΡΑΣ — Αμέ; ΦΛΕΡΗΣ — Φεύγει η καϋμένη, φεύγει μακρυά, για πάντα. Ήρθε να μ' αποχαιρετίση. ΜΙΣΤΡΑΣ — Το πίστεψες; Ας κάνω το σταυρό μου. Καψερέ, στάθηκες πάντα ποιητής κ' ευκολοπίστευτος, σ' όλη σου τη ζωή. ΦΛΕΡΗΣ — Αυτό που σου λέω γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Άμποτε, να δώση ο αφέντης ο Θεός.
Λέξη Της Ημέρας