Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


ΚΗΡΥΞ Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης ΚΗΡΥΞ Σκληρός ο λαός, μια που απ’ τον κίνδυνο γλυτώση. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. ΚΗΡΥΞ Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος. ΚΗΡΥΞ Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα.

Και δεν τους είδε πριν κανείς, θες άντρας θες γυναίκα, παρά η Κασσάντρα η όμορφη σα χρυσωπή Αφροδίτη στην άκρη ανέβη και θωράει το γέρο της πατέρα 700 όρθιο με τον καλόφωνο μέσα στ' αμάξι κράχτη, και το νεκρό 'δε πούφερναν τα διο μουλάρια πίσω στο στρώμα απάνου πλαγιαστό.

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

Τότες λοξά τον κοίταξε ο Έχτορας και τούπε 284 «Αλλού να πας τους λόγους σου να βγάζεις, Πολυδάμα, 285 που θες ξανά μες στο καστρί σα γίδια να χωθούμε!

Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου 435 δειλιάζει, μην τυχόν μου βγει λαχτάρα στο κεφάλι. Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι· μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις

Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε: Να η Μικρούλα! Να η Μικρούλα ! να! Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-η! κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της φαινόταν πως έλεγε: Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! – Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι ! Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι Πάω μονάχος, πάω μονάχος.

Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω. — Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης.

Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.

Και τα γαλιά αυτά ακόμη η ιδία εφρόντισε και τα ανέπτυξε και τόρα από μηνός καθ' ημέραν τα συνώδευεν ευχαρίστως εις την βοσκήν. Πώς λοιπόν τόρα ήλλαξε τόσον έξαφνα ο χαρακτήρ της, και ο ίδιος ηπόρει. — Μα τι θες να κάμουμετο θεό σου! είπεν αίφνης, προσβλέπων αυτήν με ύφος, ενέχον εν ταυτώ ερώτησιν και οργήν. — Πααίνω εγώτο μύλο· εψιθύρισεν η Σμάλτω δειλώς, χαμηλώνουσα την κεφαλήν.

Καλώς το το παιδί μου. — Τα χρόνια σε βαρένουνε... Πώς απερνάς; ..Πώς είσαι; — Μου φαίνεται πως ήρθα χθες. Εμπήκ' από μια θύρα Κι' από μιαν άλλη θα να βγω. — Πώς είμαι θες να μάθης; Η βρύσαις εκινήσανε, Οι μύλοι εσταματήσανε, Και τα βουνά εχιονίσανε Και τα δυο γινήκαν τρία.

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν