Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα, κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέσηΤότες -γυρίζει κι' απαντάει του Κρόνου ο γιος ο Δίας «Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις 65 Όχι, ίσα δε θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.

Ω φρόνιμοι κατήγοροι, Κριτάδες του κοινού, Για κάμετε την κρίσι σας, Με προσοχή και νου. Σκληρός αυτός δεν είναι τος, Μον είμεστε σκληροί Εμείς, οπού τον θέλομε Με γνώμη σοβαρή. Παιγνίδια, φίλοι, ορέγεται, Και γέλια σαν παιδί. Φτερά βαστάει, κι' απέταξε, Ενάντια σαν ιδή. Μαζί του παίξε, γέλασε, Αν θες να σ' αγαπάη. Μην αποστάσης τρέχοντας Να πας εκεί που πάει.

Και κουμπάρος; — Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'νε στον Ομαλό. Κύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θάνε κέτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ' ερωτάς, έχω καλλίτερα να κάτσωμε παντοτεινά στα όρη και το χειμώνα να κατεβαίνωμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζωμε. Εσένα δε σ' αρέσει αυτή η ζωή; — Ό,τι σαρέσει 'σένα μ' αρέσει και μένα. — Τότε έλα να φύγωμε. Η Πηγή εσκέπτετο.

Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι

Ναι, αφτός στα γοργοτάξιδα φιγουρωτά καράβια κάθεται αργός, τι χόλιασε του βασιλιά Αγαμέμνου· 230 μα να σου βγούμε εδώ 'μαστε σαν τέτιους που γυρέβεις πολλοί, όσους θες. Μον άρχιζε τη μάχη και τους χτύπους

Οι αλυσίδες τον κρατούν εκεί και τον παραδίνουν στα χασκογελάσματα και στην περιφρόνηση των συνόμοιων του. Έτσι την έπαθε τώρα ο Αλαμάνος. Θες αρρώστεια των γονιών του, θες ο πόθος της ερωταριάς· ή — γιατί όχιτο ανέλπιστο άνοιγμα μιας έδρας δασκαλικής κ' η Σοφία ζάρωσε σα χελώνα μπροστά στη σιδερένια φτέρνα της Ανάγκης. Και όμως ο νέος σοφός είχε μεγάλα σχέδια στο κεφάλι του.

Είχε μια νέα υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει: — Θες, μωρή, να σε παντρέψω; — Θέλω, αγά. — Διάλεξε τον καλλίτερο Ρωμιό ντεληκανή να σου τόνε βλοήσω.

Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.

Εξαναπήγα τότες εις του βουλευτού και άκουσα πάλι πως δεν ξεύρει τίποτες και δεν είδε τον Μεϊντανό. Αυτή όμως τη φορά έμοιαζε σαν στενοχωρεμένος, απόφευγε το μάτι μου κ' εβιάζετο να με ξεφορτωθή. Την άλλη μέρα ευρέθη η κόρη μου. Ξέρεις τι είχε γίνη; — Πώς θες να το ξέρω; — Ο Μεϊντανός με δυο άλλους αχρείους την ακολούθησαν όταν έβγαινεν από το εργοστάσιο ως το γεφύρι της Βάθειας.

Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'νε κύρης μου και 'ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες; Η Πηγή εσιώπησεν, έτοιμη να δακρύση, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθή. Ο δε Μανώλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε: — Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο .. . — Εγώ δε θέλω;

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν