United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.

Κ' η μέρα σου θα φθάση Να ιδής και την πατρίδα σου να ιδής και τους δικούς σου Όπως τους θες ... ελεύθερους. Με τέτοιους λογισμούς σου Μη την πικραίνης την καρδιά, ω μη! μη την ραγίζης.

Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας. Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δος μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα: Δε φταίν' οι Χανούμισσες.

— Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα; Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία. — Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη! — Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι; — Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;

Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι, πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια120 Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγότερ' όλων, πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια; Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα. Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες, 125 κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Εμείς δε σε θέλαμε να γενής βοσκός, μοναχός σου γείνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κιά θες εσύ ένα νάσαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου. Η οικογένεια ολόκληρος εώρτασε την εσπέραν εκείνην.

Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας. — Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου. — Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο. Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.: — Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής; — Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς του;

Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Εδίστασα λίγο· έπειτα είπα: — Αι, σα θες να μάθης, η Παναγία μου τώπε. Στον ύπνο μου προθές εφανερώθηκε και μούπε πως αν έχω πίστη, το Βαγγελιό θα γιάνη . Κεγώ 'χω μεγάλη πίστη πως ο Θεός θα τήνε γιατρέψη. Τέτοιο όνειρο δεν είχα δη, αλλά και δεν έλεγα ολότελα ψέμα, αφού αυτή την υπόσχεση μούδιδε το χαμόγελο της Παναγίας.