Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Και ανομολογήσασα το δίκαιον του Μανώλη — και πότε δεν είχεν αυτός δίκιο, — ενίσχυσε τας υποψίας και την άδικον και παράλογον αγανάκτησίν του κατά της Πηγής. — Και να μου το δώσης θες εδά το Μαρούλι, είπεν ο Μανώλης, να κάμωμε και τσοι Θωμαδιανούς να σκάσουνε; — Μια που τα χαλάσετε μ' αυτούς τσοι βιλάνους, το πράμμα είνε εύκολο.
Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας.
Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;
— Είντα τ' αλλοτινού θα μιάσης, είπε σχεδόν γελαστός, απού τούλεγε ο κύρης του να τόνε παντρέψη κιαυτός δεν ήθελε μια, αλλά καλά και σώνει δέκα γυναίκες; Μωρέ, κάμε καλά, μωρ' έλα στο νου σου. Το σκοπό του αυτός. Δέκα θέλω, δέκα θέλω. Σαν είδε κιαπόδε πως δεν εμπόργε να τόνε φέρη σε λογαριασμό, έκαμε πως εδέχτηκε. Καλά, δέκα γυναίκες θες; Να τσι πάρης, παιδί μου, εγώ δε θέλω να σε κακοκαρδίσω.
Καλά, πονηρέ! — Μα είντά 'θελες; να μη μανίσω ύστερ' από τα όσα μούπ' αδερφός σου; ανεφώνησεν ο Μανώλης με αιφνιδίαν έξαψιν. — Όι, εγώ δεν είπα πως δεν είχες δίκιο. Μα το φταίξιμό 'τονε ταδερφού μου, δεν ήτονε δικό μου· κείντα μπορώ να 'πω 'γώ πούν' αδερφός μου; — Κ' εγώ είντα θες να κάνω σα μου λέει να μη ξαναρθώ στο σπίτι σας και να μη σου ξαναμιλήσω;
Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες.
— Μα την αλήθεια! τι άλλη καλλίτερη δουλειά θες; Ο Γενάρης, λέει, πάει να ιδή πού θα γεννήσ' η μάνα του και ο Απρίλης να στολιστή, να μαράνη πέντε νηές και τη Μάρω του. . . Ο κατεργάρης ο Απρίλης· τι παράξενος μήνας! όλο να σειέται, να σειέται, να λιγυέται και να φιλή τα κορίτσια θέλει. . . Μωρέ, πιέ κρασί να ιδής την υγειά σου! ένα παρά δε δίνω για τον κόσμο· αρκεί νάχη το βαρέλι κρασί!. .
Έστειλες τα τρανά μαργαριτάρια όλα στου Αυτοκράτορα της κόρες και τ' απομεινάρια μώφερες.. . . Για ποια μ' επήρες; Κι' από την Αρμενία 'κουβάλησες εδώ ένα ολόκληρο χαρέμι. Για 'δήτε ατιμία! Για παλλακίδα σου λοιπόν αιώνια ποθείς να μ' έχης; Λέγε μου το καθαρά! Δε θες να με στεφανωθής όπως μου τώταξες; Τώχες πωμένο. Θριαμβευτής αν γύριζες απ' την Περσία, τελειωμένο πράμα θάταν ο γάμος μου μαζύ σου.
Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε, κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο 140 που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας. Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιας βιάζεσαι για μάχη, κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν, και δες τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι.»
— Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ; — Ξέρω μια. — Για ν' ακούσω. — Δε στη λέω. — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή. — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν