United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η γοργόποδη Ίριδα τ' απάντησε και τούπε 200 «Έτσι λοιπόν, αφτά να πω, Τραντάχτη μαβρομάλλη, στο Δία θες τα λόγια σουσφιχτά πεισματωμένα — ή θες ν' αλλάξεις; Αλλαχτή του γνωστικού 'ναι η γνώμη. Τους πιο μεγάλους πως βοηθούν το ξέρεις οι ΚακίστρεςΤότες της είπε ο Ποσειδός, ο μαβρομάλλης σείστης 205 «Σωστός πολύ, Ίριδα θεά, ο λόγος σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά μιλείς. Μα ποιος μπορεί από τους ανθρώπους να εξαναγκάση εις κάτι τι τους Ολυμπίους; ΧΟΡΟΣ Μιάν άλλη συμβουλή μπορώ να δώσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και μίαν ακούω πρόθυμος, αν θες, και δύο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τούτο δεν τ’ αμέλησα. Ο Κρέων, ως μου ’πε, να τονε φέρουν έστειλε τον μάντι άγγέλους, και πως ακόμη αργοπορεί, απορώ, φίλε. ΧΟΡΟΣ Και τ’ άλλα αβέβαια φυσικά και κούφια λόγια.

Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας 60 «Και πιά 'ναι, ξήγα μου, έπειτα η προσταγή σου; Θέλεις να μείνω εκεί προσμένοντας μαζί τους ως να φτάσεις, για θες να τρέξω πίσω εδώ σαν τους τα πω τα πάνταΤότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο χάσει ο ένας 65 τον άλλονε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες.

Κι' αν θες με φλογερή φωτιά θαν τάκαιγε τα πλοία, μόνε φωτίζει η δέσποινα τον Αγαμέμνο η Ήρα να τρέξει ο ίδιος σύντομα τους άντρες να θαρρύνει.

« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου γυέ, όντας μύριζεν, κ' ήλεγες ωχ, ωχ, ωχ, ήτανε καλά, και τώρη έ θες να πλερώσης; ΑΝΑΤ. Τα πλερώσω, μα να ξέρω πού πάησε τόσος παράς. ΞΕΝ. — Τ' αυγά ήτανε αφ' της Χίντγιες, το βούτουρο αφ' τη Αμέρικα, ο παστουρμάς αφ' την Περσία, και τα μυρωδικά αφ' το Αμστερδάμ. ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβαέι ύστερα; ΞΕΝ. Αυτά, να σας χαρώ, κι' ωχ αμάν αμάν.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Για μένα δε σου προσπέφτω, μη θαρρείς, να μείνεις· έχω κι' άλλους εδώ βοηθούς μου, μάλιστα το βαθυγνώστη Δία. 175 Απ' όλους πιο σε μάχουμαι τους αρχηγούς εσένα, τι πάντα θες λογοτριβές, θες φόνους και πολέμους.

Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μουμα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.