Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ήρθε ο Αργύρης ο Λοχίας, με τον Κυρ-Σταρό το γραματικό του Ειρνοδικείου, και τον Κυρ-Κωστάκη τον αδερφό της Κυρά-Δασκάλας, παρέα. Έμπαιναν, έμπαιναν ολοένα. Ολοένα εγέμιζε, εβάρενε ο δίσκος στο σκαμνί απάνω. Έσκουζε ολόχαρος, γελαστός, αστόμωτος ο Γιάνης·Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη, παιδιά! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο!...

Μιαν ώρ' αρχύτερα. Είσαι φρόνιμη γυναίκα· γιατί ξέρεις ο κόσμος είναι κακός και λέει πολλά... Και ποιος έχει να πη τίποτις για το κορίτσι; οι παλιοπατσαβούρες; Αρωτάς ;! Τα τι σέρνει μονάχα εκείνη η Ευρυδίκη, η αντροχωρίστρα, η μουντζουρωμένη!. . και που 'σαι ακόμα ! Κάλλιο λέει να σου βγη το μάτι, παρά τόνομα ! Δε βάσταξε η θεια Ελέγκω απ’ την τόση υποκρισία : Του λόγου σου, Κερά μου, που ξέρεις να μιλάς για τους άλλους να κυττάξης να μη βγη τώ δικώνε σου των κοριτσιών τόνομα που θα πης για τη Λιόλια μου. Των κοριτσιών μου ; ! Και ποιά είσαι εσύ που θα πιάσης τις κόρες μου στο στόμα σου αυτάδισα ! Εγώ τις κόρες σου στο στόμα μου !; φτου σας ! σουρλουλούδες! Σ' εμένα καλέ λες τέτοια λόγια ; ξεφώνισε σαν παγώνι η γριά Χαρζανοπουλίνα, πούχε κιτρινίσει απ’ το κακό της σαν τη ζαφουρά κ’ η ελιά της είχε ξεπεταχτή ολόρθη σουρλουλούδες εμείς!

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμητα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εμείς αναπαυθήκαμετην άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».

Τι διάβολο, όλοι σ' αυτόν τον κόσμο δε θα είν' ευτυχισμένοι και πλούσιοι. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Α! κύριε Φιντή, πόσο άδικος είστε για μας. Όχι, να το ξέρετε καλά, όχι δεν είμαστε γεννημένοι εμείς για τη βασανισμένη αυτή ζωή. Η ανάγκη, η μεγάλη ανάγκη μας κάνει να την υποφέρουμε. ΦΙΝΤΗΣ Βλέπω πολλή φόρα παίρνεις. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Συχωρέστε με, κ. εργοστασιάρχη. Με πνίγει το δίκιο.

Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε.

Επιάσαμε κ' εμείς τραβέρσο απάνω στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ το έχασα πάλι από τα μάτια μου. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν' ανεβαίνουν σιγά σιγά κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους κ' επυκνώθηκαν ολόγυρά μας άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες απότομα, στις κορφές, εδώ αδερφωμένες εκεί αριοφύτευτες.

Βλέπεις, εμείς, πώς αναρριχώμεθα, πόσον υψηλά φθάνομεν, πώς κρατούμεθα στερεά, ακόμη και εις την άκρη-άκρη του στενού χείλους του βράχου

Α' ΑΝΗΡ Τώρα τα ίδια πράματα με τότε δεν υπάρχουνε• τότ' ήμαστε άρχοντες εμείς, τώρα γυναίκες άρχουνε. Β' ΑΝΗΡ Το κατ' εμέ, η μόνη μου γι' αυτές φροντίδα θάνε, μα το θεό της θάλασσας, να μη με κατουράνε! Α' ΑΝΗΡ Τι τσαμπουνάς δεν ξέρω• Δος μου το ξύλο εσύ, παιδί, τα πράματα να φέρω. . .

Μα, μπορεί να μας πούνε, αν καθήσης και γράψης ακέρια τη δημοτική, όπως η γραμματική της το θέλει, θα γράψης τεχνητή γλώσσα, και τότες τι καταλάβαμε; Αφτό, οι φίλοι μας μπορούνε να μας το πουν, όχι όμως οι δασκάλοι, γιατί δεν έχουνε και το δικαίωμα. Η γλώσσα τους είναι τεχνητή από το άλφα στο ωμέγα. Λοιπόν εμείς με τους φίλους μας συζητούμε· δε συζητούμε διόλου με τους δασκάλους.

Ο άλλος ο κόσμος κερδίζει από τα βιβλία του εκατό τα εκατό, εμείς εικοσιπέντε τα εκατό. Τάλλα τα εικοσιπέντε είναι δοτικές κι αναδιπλασιασμοί, και τα πενήντα μήτε γράφηκαν! Κ' έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες. Τις αραδιάζει, και γίνεται η δουλειά του. Οι σολοικισμοί κ' οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ' άχυρα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν