United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς οι γλωσσολόγοιμα γιατί μόνο τάχατις οι γλωσσολόγοι; — όλοι μας εμείς που μάθαμε να σπουδάζουμε καμιά επιστήμη, όποια κι αν είναι, ας πούμε και ψυχολογία, κάπου κάπου τέτοια χαρά μας περεχύνει. Είδος χαρά ξεχωριστή και που δε μοιάζει με καμιάν άλλη. Είμαστε και μεις λιγάκι σαν τους αστρονόμους.

Ρίχναμε κι εμείς κάνα λιανοτούφεκο, ίσια να τους φοβίζουμε και μη μας πάρουν τον αέρα. Ίσια με το πρωί της Παρασκευής μας φέρανε 800 φυσίγγια, οχτώ άντρες κι ένα αρνί ψημένο. Δόσαμε να φάμε, δεν πάαινε χαψιά μέσα μας· μας είχε πιάση ένας κόμπος στο λαιμό όλους, και τ' αρνί το ρίξαμε παράμερα και τόφαγε ένα σκυλί πούχαμ' εκεί. Ξημερωθήκαμε. Οι Τούρκοι έκαναν όλη τη νύχτα οχυρώματα ως εκεί απάνω.

Κάπου δέκα ξύλα μικράμεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς! — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το τίποτα.

Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320 μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπηςΈτσι είπανε.

Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας: — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε γεννητούρια, μαθές.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν τ' ακούω αυτά εγώ, κύριε: η κόρη μου δεν είνε για σας. ΚΛΕΟΝΤ Πώς; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν είστε αριστοκράτης, δε θα πάρετε την κόρη μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα τι θέλεις να πης με τ' αριστοκρατιλίκι σου; Μη εμείς είμαστε από κανένα μεγάλο σόι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σώπαινε συ. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είμαστε τίποτ' άλλο κ' εμείς από απλοί νοικοκυραίοι; ΖΟΥΡΝΤΑIN Θα μαζέψης τη γλώσσα σου;

Ο Επιστάτης άρχισε να διαβάζη· — &Δήμος Καναβιός&! ήρθ' από τ' Ανάπλι το βούλεμά του αθωτικό. Νάβγη, λέει, τέλεια ελέφτερος· σήμερα εικοσιτρείς, Σετέμπρης μήνας, έτος χιλιοστό οχτακόσια ενενήντα, και με γεια και το πράτιγο!.. — Με γεια και το πράτιγο! εσκούξαμε κ' εμείς οι άλλοι κατάδικοι, όλοι μ' ένα στόμα.

Ν' αρμέξω το κοπάδι, Να φας βουνίσιο αφρόγαλα κι' ανθότυρο, παγούδα άσπρη γλυκειά, σαν το γλυκό το αμάλαγο κορμί σου. Και σαν τα βγάλω αφ' τ' άρμεγμα και παν για να βοσκήσουν Τα γίδια 'ς τ' αγριοπρίναρα, τα πρόβατατα πλάγια, Εμείςτο φρύδι του αυλακιού, 'ς του ρουπακιού τον ίσκιο θα ξαπλωθούμε για δροσιά.

Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.

Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.