Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
— Άφης τ' αυτά, είπεν άλλος εκ των Τούρκων, κ' εμείς, πούρθαμε, θα χορέψωμε. Και έκαμε ναπωθήση τον Αέραν και να προχωρήση εις τον κύκλον του χορού. Αλλ' ο προεστός τον ήρπασεν από τον βραχίονα με χέρι στιβαρόν και είπεν εντόνως: — Η γιανιτσαριά, μωρέ, 'πέρασε. Κιόποιος θέλει να κάμη το γιανίτσαρο τρώει ξυλιές.
Δεν είχε ταξιδέψει στης μεγάλες πολιτείες, ούτε ήξερε τα μουσεία, ούτε είχε πάει ποτέ της στα θέατρα, μόνο καθότανε πάντα στο σπίτι κ' έξαινε τη ρόκα της. Ούτε γράμματα ήξερε, ούτε ιστορία, ούτε την έμελε για τίποτε απ' όλα τα πράματα που λένε οι δάσκαλοι. Μα η γιαγιά ήξερε άλλα πράματα, που δεν τα ξέραμε εμείς.
Την Κατερίνη αφίναμε Να κουρευθ' η γλωσσού, Που τάχα δεν της άρεγε Η οσμή του κατραμιού. Τους ναύταις καταργιότουνε. Αμμή το ξέρω γω, Που για 'να ράφτ' η δύστυχη Βαστούσε τον καϋμό. Στη φούρκ' αυτή και ο ράφτης της, Κ' εμείς για το γιαλό. Άσχημος σκοπός και τούτος· αλλ' ιδού η παρηγοριά μου. ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης, ω!
Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις.»
Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα· κ' εμείς ας τόνε φέρωμε, πριν καλοξημερώση, με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω, κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια, όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι.
Μου φαίνεται πως τους έχω ακόμη κολλημένους επάνω μου, με το συμπάθιο.» Τα μάτια της Νοέμι άστραψαν χαιρέκακα. «Ελπίζω εμείς να είμαστε πιο καθαρές!» είπε, σφίγγοντάς του το μπράτσο. «Ναι, ένα γέρο κι ένα νέο. Τσακώνονταν συνέχεια: ήταν κακοί, φθονεροί, ζηλιάρηδες, κατά βάθος όμως ήταν και καλοί. Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος: καλός και κακός συνάμα.
Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι. Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας.
Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, 415 π' αγέρα απ' όλους πιο αλαφρύ τον λένε· όμως εσένα σ' τόγραψε η μοίρα από θεό να σκοτωθείς κι' όχι άντρα.» Είπε, κι' αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες.
Καληώρα όπως εμείς τόρα, έτυχε να διαβαίνη κείνη την ώρα τη δεμοσιά ο Μπέης της Αρκαδίας, ερχάμενος από το Μαραθονήσι και πηγαινάμενος στην Τριπολιτσά. Μες την ώρα, εγλυκολάλειε η φλογέρα τ' Αργύρη στο Βαθυλάκωμα απάνου κι άκουσε ο Τουρκάλας διαβαίνοντας το γλυκολάλημα της φλογέρας δωκάτου, που απαλό, τρυφερό στην πρωινή σιγαλεριά μέσα, ακουότανε στη δεμοσιά το βαθιό του ταντίφωνο.
Γύριζε και κύτταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά-ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νηάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του. — Είνε ωραία η Βενετιά, πατέρα; — Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κύττα το λεοντάρι του Σαν-Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κ' εμείς είμαστε ωραίοι τότε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν