Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας. — Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος.

Όχι, δε δείλιασα· διαμαρτυρήθηκε αμέσως εκείνος. Στη ζωή μας, Ελπίδα· ούτε δείλιασα ούτε κουράστηκα. Θα ήταν ντροπή μου στην ηλικία μου. Μα σκέφτουμαι· κι αυτό το αξετίμωτο δώρο μου τώκαμες εσύ όπως και τόσα άλλα· εσύ αγαπημένη. Και βρίσκω πως ο αγώνας είνε μακρύς κ' η ζωή μας λίγη. Τ' είνε μια ζωή για τόσο μεγάλο σκοπό; Εγώ θ' αγωνιστώ, ναι· μα φοβάμαι, Ελπίδα, φοβάμαι.

Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.

Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα, είπεν εισερχόμενος ο Χίλων. — Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν: — Τι νέα φέρεις; — Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή. — Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε;

Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές. — ΕλπίδαΕλπίδα· έλα να χαρής. — Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα. — Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας! Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.

Μα την αλήθεια· μου φαίνεται πως είμαστε ολότελα χαμένοι· μπιτ ολότελα· είπε γονατίζοντας μπροστά στην Ελπίδα. Και λύθηκε στα δάκρυα. Η κόρη έρριξε το χέρι απάνου του χαδιάρικα. — Άκουσε, Δημητράκη· του είπε γλυκά· έχω ένα λόγο να σου ειπώ· κάμε μου τη χάρη να μ' ακούσης. — Λέγε μου, Ελπίδα· λέγε ό,τι θες, της είπε κείνος φέρνοντας το χέρι στα χείλη του.

Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον. — Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμακαθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..

Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.

Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον από καλό τραπέζι, ενώ τα πταίσματά του ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου· και πώςτην Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος ο Ύψιστος; Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου, ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος θα 'μαι, αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του, 'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος; Όχι· οπίσωτην θήκην σου, ω σπαθί · σκέψου να βγης εις άλλον φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον, ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι, ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα· στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση φτερνιαίς τον ουρανόν, και να ήναι κολασμένη μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη όπου θα πέση.

Στοχασθήτε την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν