Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Του κάκου, όλη η ιστορία σας κατατρέχει, καλοί μου σοφοί. Όλος ο κόσμος θρούβαλα τις κάνει τις θεωρίες σας. Εμείς μόνο τα ρωμιόπουλα σας αφήσαμε και μας πήρετε στο λαιμό σας, και μας τραβήξετε από τη γελαστή μας ακρογιαλιά σε βάθια μαύρα και σκοτεινά, και πάτε να μας πνίξετε τώρα μαζί σας. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται ο Γεροδήμος μερικές περιπέτειες του Σκολειού του, και τις αντάμωσές του με τη Λενιώ.

Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.

Η μάνα του δωκάτου, πάγαινε κάθε αβγινή να λεφκάνη τάχα στο Βαθυλάκωμα κ' εδεχότανε ολόχαρη και γελαστή του Αργύρη της την καλημέρα, που την κατέβαζε της σπηλιάς το δροσάτο νερό. Έγερνε μάτα στο χωριό η Ζαχαρούλα, κ' εμέρναε με τη φτωχολογιά την γλυκειάν καλημέρα τ' Αργύρη της, κ' έπαιρν' εφκές κ' εφλογίες από τόσα στόματα πεινασμένα του Νάκο-Μήτρα τάξιο παληκάρι.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα

Τώρα έγινε ο Σβεν σωστό αγόρι, είπε ο μπαμπάς. Και με το πιστοποιητικό αυτό του αρρενωπού του έτρεξε ο Σβεν να τονέ δούνε τα μεγάλα αδέρφια και να τον τονέ θαυμάση η Μάρθα. Το καλοκαίρι, που άρχισε σε μια τόσο γελαστή τοποθεσία, έπρεπε να συνεχιστή στα δυτικά ακρογιάλια κι ο λόγος είτανε πως με τραβούσε κει μια επιθυμία δυνατότερη παρότι μπορώ να την περιγράψω.

— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.

Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν