Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Καθ' ην στιγμήν συνεπλάκησαν με τους εναντίους, το μεν δεξιόν κέρας των Μαντινέων έτρεψεν εις φυγήν τους Σκιρίτας και τους Βρασιδείους· και επιπεσόντες οι Μαντινείς και οι σύμμαχοι αυτών και οι χίλιοι λογάδες των Αργείων εις το κενόν και μη συγκλεισθέν διάστημα, κατέκοψαν τους Λακεδαιμονίους και περικυκλώσαντες τους έτρεψαν εις φυγήν, τους εδίωξαν μέχρι των αμαξών και εφόνευσάν τινας εκ των φυλασσόντων τας αποσκευάς γερόντων· και εις τούτο το μέρος ενικήθησαν οι Λακεδαιμόνιοι.

Όσοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων ευρίσκονται εκτός της Πελοποννήσου, θα μείνουν εις την αυτήν κατάστασιν εις την οποίαν και οι εντός της Πελοποννήσου σύμμαχοι των Αργείων και των Λακεδαιμονίων, δηλαδή κύριοι των ιδιοκτησιών των.

τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη βοήτον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. και θα ωρμούσαν ν' αναιβούντα βαθουλά καράβια, 50 αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : —Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. σε παραδώσαμετο πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου ήρωες πάμπολλοι Αχαιοίτα όπλα εταραχθήκαν, πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, 'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσατον αμφορέα απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 ωραία και τα πρόβαλετους πρώτους των Αργείων. πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτιςτην ταφή σου· ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, κ' αιώνια θα δοξάζεσαιτα γένη των ανθρώπων. αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».

Δεν επιτρέπεται εις τους Αργείους, εις τους Ηλείους, εις τους Μαντινείς και εις τους συμμάχους των οιαδήποτε εχθροπραξία κατά των Αθηναίων και των συμμάχων επί των οποίων άρχουσιν οι Αθηναίοι· επίσης απαγορεύεται εις τους Αθηναίους και τους συμμάχους των πάσα, δι' οιουδήποτε μέσου και τρόπου, εχθροπραξία εναντίον των Αργείων, των Ηλείων, των Μαντινέων και των συμμάχων των.

Τωόντι, μέχρις εκείνης της στιγμής, οι Αθηναίοι εξήρχοντο εκ της Πύλου μόνον διά να ληστεύουν, και αποβαίνοντες μάλλον εις τα λοιπά μέρη της Πελοποννήσου ή εις την Λακωνικήν συνεπολέμουν μετά των Αργείων και των Μαντινέων.

Απέθαναν δε εκ μεν των Αργείων, των Ορνεατών και των Κλεωναίων επτακόσιοι, εκ δε των Μαντινέων διακόσιοι, εκ δε των Αθηναίων και Αιγινητών διακόσιοι και αμφότεροι οι στρατηγοί των Αθηναίων.

Ότε υπεχώρησε το μέρος τούτο του στρατού των Αργείων και των συμμάχων, αι δύο αυτών πτέρυγες διεσπάσθησαν ομοίως, και συγχρόνως η δεξιά των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών ανεπτύχθη και κατέστησε δύσκολον την θέσιν των Αθηναίων, οι οποίοι ευρέθησαν εις κίνδυνον από τα δύο μέρη, ένθεν μεν περικυκλωμένοι, ένθεν δε ηττημένοι· ήθελαν δε πάθη πλειότερον του λοιπού στρατού εάν δεν εβοήθουν αυτούς οι ιππείς οι οποίοι τους συνώδευαν.

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυατα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρόςτα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνάτο ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχειτην καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκείτην πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'πουτην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσετα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότιτην γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».

Λίχας ο Αρκεσιλάου, πρόξενος των Αργείων, φθάνει εκ μέρους των Λακεδαιμονίων φέρων εις το Άργος δύο προτάσεις, την μεν εν περιπτώσει καθ' ην οι Αργείοι ήθελαν να πολεμήσουν, την δε εάν εδέχοντο να κλείσουν ειρήνην. 77. «Απεφασίσθη υπό της εκκλησίας των Λακεδαιμονίων να συμβιβασθούν μετά των Αργείων υπό τους εξής όρους.

Ηρακλείδες: Το δράμα αναφέρεται στην περίθαλψη των Ηρακλειδών στην Αττική κι αποτελεί ύμνο στην ανδρεία των Αργείων και των Αθηναίων ηρώων. Το επεισόδιο, όπου η Μακαρία παραδίδεται με τη θέληση της στον θάνατο προς χάριν της κοινής σωτηρίας, εντείνει την τραγικότητα του δράματος. Η μετάφραση, σε στίχους Κ. Βάρναλη.

Λέξη Της Ημέρας

πολύτεχνες

Άλλοι Ψάχνουν