Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Σεπτεμβρίου 2025
Κλαίει μες την κάμαρά της. Δεν θέλει να κατεβή. ΦΛΕΡΗΣ — Αρχίσαμε τα ίδια; Θα την κάνω εγώ να της περάσουν αυτά τα κλάματα. Αυτά μας λείπανε τώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ πάω. ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν άρχισε, πάει να πη, ακόμα η απαγγελία. Γιατρέ σε ζητούνε στο 11. ΦΛΕΡΗΣ — Τι απαγγελία, αδερφέ; Δε βλέπεις πάλι; ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι τρέχει; ΦΛΕΡΗΣ — Τα ίδια της συχωρεμένης.
Ο Δημήτρης επλησίασε μετά δειλίας, φοβούμενος μήπως και ο νεκρός σηκωθή και τον αποδιώξη, εγονυπέτησε κ' εφίλησε μετά κατανύξεως το χώμα του τάφου. — Ο Θεός σχωρέσει, αδερφέ εψιθύρισε. Και ητένισε τον τάφον με βλέμμα τόσον τρυφερόν οποίον δεν έρριψε κανείς άλλος άνθρωπος επί τάφου. Ο Δημήτρης εζήλευε πολύ τον άγνωστον εκείνον ο οποίος τόρα ανεπαύετο εκεί, μακράν του κόσμου και των παθών του.
— Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .
Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα.
Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα.» 110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.
— Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι. Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός. — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά. — Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε. — Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται. Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα.
Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανώλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του. Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ' η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα: — Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!
Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα λάθος.... » «Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »
Τι θέλεις εγώ να γράφω; Τάχατις για να ξεχάσω; Για τούτο μου τα παραγγέλνεις; Αχ! καημένε μου Ψυχάρη, δεν ξεχνώ και δεν μπορώ να ξεχάσω. Και δε θέλω να ξεχάσω, γιατί αφτό μου απόμεινε τώρα. Η χαρά μου είναι που τη θυμούμαι. Να ζήσης, καλέ μου, που στάθηκες τόσο πιστός μου φίλος και που μ' αγαπάς. Σε γλυκοφιλώ, αδερφέ μου. Άμα διάβασα το γράμμα του Πάλμου, σηκώθηκα και πήρα το σιδερόδρομο.
— Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό. Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου, κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν