Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Σεπτεμβρίου 2025


Πάρε αυτό το φλουρί, για να τρέξουνε γρήγορα ως το τέλος. Και κοίταξε να μην αργοπορήστε μες στη χώρα. Ίσια στο καραβάνι, κι από μέρος που να μη φαίνουνται λείψανα. Κερ. Έννοια σου, αφεντικό, μη φοβάσαι. Κράλης. Έχε γεια, Κωσταντή μου. Κωστ. Στο καλό, αδερφέ, κι ο Θεός μαζί σου. Αρετ. Κωσταντή μου, αχ Κωσταντή μου! Φεύγω και σας αφίνω! Κωστ.

Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.

Μαζί σου θα θυμώσω; Και δε σε ξέρω; Πού προφταίνεις εσύ να μου γράψης; Πού σ' αφίνουν ησυχία; Είμαι βέβαιος που στην Πόλη και στην Αθήνα, μάλιστα στην Πόλη, όλα τα περιοδικά, όλες οι φημερίδες, όλα τα τυπογραφεία θα σου ζητούν κάτι να τους δώσης. Μη βλέπης που σε βρίζουν· είναι αλήθεια που σε βρίζουν, αδερφέ μου, μα σε διαβάζουν κιόλας.

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος; — Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου... Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη.

Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Άλλος Μπάκακας κοντά του Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδη να γενώ· Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, ίσια ίσια να φανώ; Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ αφινέ ταις, Της ορμήνιαις τις πολλαίς.

Ωχ, αδερφέ! εφώναξε, για το φίδι κάνεις έτσι; Και λαμβάνων από της γης τον σάκκον, όστις είχε πέσει των χειρών του κατά την ώραν της ταραχής και από τινος γωνίας το μαστίγιόν του, διηυθύνθη προς την θύραν υποψιθυρίζων: — Μην ήσαι κουτή, καϋμένη!. . πήγαινε κ' εγώ θα γυρίσω γρήγορα. Χωρίς δε να προσθέση τι πλέον, ανέβη επί του κάρρου και μαστίσας τον ίππον του απήλθεν.

Λέξη Της Ημέρας

θεολογικοί

Άλλοι Ψάχνουν