Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγολίγο σχεδόν το εκατόρθωσα.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαράτρεις τρομάρες.

Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ εξύπνησα όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο Δεληγεώργης είχε καταβή από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ' επερίπαιξες διά το πάθημά μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες.

Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς.

Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο. Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη. — Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων. Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα.

Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.

Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ στο νερό σαν δέλφινας. Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μουεπήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαιτα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να συμφωνή με τον πόθο μου.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν