Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Μον πάλι αν είν' αβόλευτο, και το 'χε το γραφτό μου, Να χωριστώ στα ζώντα μου το φίλον το δικό μου. Μηδέ μπορεί να γένη αλλιώς, παρά να το φτουρήσω. Από τ' εσέν' που λαχταρώ, πλιο χέρι να τραβήσω. Λιθάρι βάνω στην καρδιά, στα σωθικά μου πέτρα, Και παίρω την απόφασι, και μπαίνω σ' άλλα μέτρα. Αντίς να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ, Τον κόσμο αρνιούμ' ολότελα, και τη ζωή στην άκρη.

Έτσι είπε, κι' όλων την καρδιά την άγγιξε στα στήθια, όσοι απ' το πλήθος της βουλής δεν τ' άκουσαν τα λόγια. Κι' η συντυχιά κουνήθηκε σαν κύματα μεγάλα μες στο Νικάριο πέλαγος, όταν ξεσπάει σιρόκος 145 ή όταν νοτιά απ' τα σύγνεφα του Δία και το δέρνει. Κι' όπως πλακώνει απόσπερος και το βαθύ χωράφι φυσσομανώντας το κουνά και σκύβουνε τ' αστάχια, έτσι άκρη ως άκρη σάλεψε ολόκληρο το πλήθος.

Ο Βεργής απόμεινε δακρυσμένος πίσω απ' το φεγγίτη, να την καμαρώση την άμοιρή του γυναικούλα, που με κομένα γόνατα κατέβαινε τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , σφογκίζοντας με της άσπρης της τσεμπέρας την άκρη τα μάτια.

Και νάχη και την κακολογιά του κόσμου, νάχη και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρη ο ίδιος πώς να πιαστή και πού ναβρή άκρη.

Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή.

Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής σταμάτησε αναποφάσιστος.

Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα. Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους.

Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Και στη σειρά σα στάθηκαν, την άκρη ο Αχιλέας ορίζει, κι' οχ τη μάννα αφτοί χοιμούνε.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν