United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαντης Αθηνάς το δάσος το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•

Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα, Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα. Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ. Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό. 'Στήν άκρη του γιαλιού ξανθή καθέται κόρη Κι' ωρηόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού του γάμου της κανίσκι, Την θάλασσα κεντάει με τα νησιά της όλα.

Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, 477 δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια 480 ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βάθια του Ταρτάρου· αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλοΕίπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μια λέξη η Ήρα.

Είταν το σπίτι αυτό από την άλλη την άκρη σε ξέχωρο μέρος, με πατώματα όχι πιώτερα από δυο, μα αερικό, ολόδροσο, αυλή μαρμαρόστρωτη μέσα, παράθυρα και θύρες ορθάνοιχτες από κάθε μεριά, που οπόθε κι αν κοίταζες έβλεπες το λαχταριστό περιβόλι.

Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σουχαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμαΔες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθεμέλα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345 τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληάτην άκρη του λιμιώνα• σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες• τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις• τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350

Άρπαξα το γατί από το λαιμό, το ετίναξα εις την άλλη άκρη της κάμαρας και άρχισα να μιλώ δυνατά.

Ειδέ ας τραβάνε, κι' αφτοί κι' οι στόλοι τους μαζί, στην ποθητή πατρίδα· τι εμείς, εγώ κι' ο Στένελος, δεν πάβουμε ως να βρούμε άκρη της Τριάς· γιατί θεός μας έχει εδώ φερμένουςΕίπε, και ζητωκραύγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, 50 τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη.