Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Τέλια και κόντρα τέλια το στόλιζαν, κόκκινη φουντίτσα μεταξωτή κρέμουνταν στην άκρη του, μια ζουγραφιά παχουλής γυναίκας με κόκκινα μάγουλα και πεταχτά στήθη απ' εκείνες που ξεκολλούν από τις στάμπες οι έμποροι, είταν κολλημένη από κάτω από τα τέλια κοντά στη μικρούλα τρύπα του κεφαλιού.
Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».
Σήμερον τάμαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί. — Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης. — Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει. Και εξηκολούθησεν: — Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρη της πόλεως. Είνε μια ήσυχη γειτονιά, σαν χωριαδάκι. Και η Εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είνε γάτος εις μερικά πράγματα.
Από το λεπτεπίλεπτο μπουκαλάκι της μυρουδιάς χαμογελούσε η Αφροδίτη για την τουαλέττα της και μ' ολόγυμνον Μαινάδιον συντροφιά ο Διόνυσος χόρευε, με τα πόδια γυμνά και μες στο μούστο βαμμένα, γύρω στην κανάτα του κρασιού, εκεί που σαν Σάτυρος ο γέρω-Σειληνός κυλιόταν πάνω στα φουσκωμένα ασκιά ή κουνούσε κείνο το μαγικό σπαθί, που είχε στην άκρη ένα τριμμένο κώνον ελάτου και τη λαβή στεφανωμένη με μουχρό κισσό.
Για καρτερείτε τους οχτρούς εδώ κοντά ως να φτάσουν που τα γοργά μας έχουμε καράβια τραβηγμένα, στης αφρισμένης θάλασσας την άκρη, για να δείτε τάχα θ' απλώσει απάνου σας ο Δίας το δεξύ του;» Έτσι προστάζοντας παντού τα τάγματα περνούσε, 250 κι' έφτασε ομπρός στους Κρητικούς σα διάβαινε το πλήθος.
Εδίπλωσε καλά τα λουκάνικα στην άκρη το σάβανό του, τάκρυψε διαμάσκαλα στον κόρφο του, και δώθε παν οι άλλοι. Εχάθη! Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήσαν ανάστατο. Αν τύχαινε και κανένας βάρυπνος να βαρυκοιμάται ακόμη, εξύπναε κι αφτός τρομαγμένος από την ποδοχαλή, που εγινόταν στους δρόμους έξω και τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος.
Απάνω στο κεφάλι μου κρέμουνταν βράχοι πελώριοι, εφτάψηλοι, βράχοι κατασυντριμμένοι σαν από τεράστιο σφυρί φοβερού δράκοντα· στην άκρη στα πόδια μου, γκρεμοί και σάρες, ξέφευγαν φοβερές κι άπατες, σφιχταγκαλιασμένες από παμπάλαιους κλάδους πουρναριών και κέδρων.
Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πόρτα, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα 750 του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.
Κι' αφτοί τρεχάτοι πήραν δρόμο. 150 Έτσι ήρθαν στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, κι' ήβραν το Δία στου βουνού την άκρη καθισμένο, στο Ξέφαντο· κι' είχε άλωνα μοσκαχνισμένο γνέφι. Κι' ομπρός σαν ήρθαν στων θεών κι' αθρώπων τον πατέρα, στέκουν και καρδιοχάρηκε, άμα τους είδε, ο Δίας 155 που έτσι τα λόγια τ' άκουσαν της γυναικός του αμέσως.
Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν