Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Σκέδιο όχι πια «δρομικό», δηλαδή χτίριο παράλληλο με γύρο στην άκρη, καθώς έκαμναν ως τα τότε τις εκκλησιές, παρά «σταυρωτό», καθώς θα δούμε σε ξέχωρο κεφάλαιο της βυζαντινής τέχνης, εκεί που πρέπει ο αναγνώστης να πάη να δη όσα καθέκαστα δεν πολυταιριάζουνε σε ιστορικό κεφάλαιο μέσα.

Με την Γκριζέντα όμως δεν είναι το ίδιο. Η Γκριζέντα δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια.» Η Νοέμι παρά τη θέλησή της αισθανόταν αναστατωμένη. Λυπόταν πολύ τη γριά, που τύλιγε, λες και ήταν μωρό, την άκρη από την ποδιά της. «Εσείς φταίτε», είπε σοβαρά. «Ξέρατε, σαν ηλικιωμένη γυναίκα που είστε, πώς καταλήγουν αυτά τα πράγματα.» «Ξέρουμε, ξέρουμε…. και ποτέ δεν ξέρουμε τίποτε, κυρά μου!

Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου.

Πώς ήθελα να ζήσω να τακούσω! Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ! Από κάθε άκρη Ελληνική θακούσουν τη Λαλιά του την Αθάνατη. Νεκροσαβανωμένοι τότε θα τρέξουν γύρωθέ του οι Φαρισαίοι κ' οι Γραμματικοί. Αλαφιασμένοι θα τόνε ρωτούνε, μωροθάμαστοι. Βαμμένοι, μιαροί θενά ζητούν να τον καταπετρώσουν.

Εκείνη ξαναμμένη από τον πόθο χαμήλωνε τα μάτια της και με χέρια ολότρεμα έπαιζε με την άκρη της ποδιάς της. — Ο λόγος σου είνε γλυκός και σωστός· είπε σε λίγο βαρυανασαίνοντας· μου σκλαβώνει την καρδιά γιατ' έχει και τα δυο σμιγμένα. Μα πώς να γίνη, πώς να γίνη ταταίριαστο; Ένας Ευμορφόπουλος να πάρη γυναίκα του μια ταπεινή...

Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να γενή εκδίκησι!

την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά. Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ. Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου, να βγάλω από μέσα τα εξωτικά, που η απατηλή των η εμφάνισις τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή. Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά· θα υποβάλη όλατην ελπίδα του, και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχειςΤης έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν