Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε. — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν ορθά — κοφτά. Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο.
Ως την άλλη άκρη τον έφερε ο αθώρητος οδηγός του, ο πεντάξυπνός του ο νους. Ως της Προποντίδας τα κύματα. Εκεί μονάχα στάθηκε, αφού πήρε μέσα στην καινούρια πόλη αλάκερη τη χερσόννησο που μας δείχνει ο χάρτης. Κι άρχισαν αμέσως να χτίζουν τειχίσματα και πόλη.
Δεν ήτον ο κομψευόμενος και ο μοσχομυρισμένος, ο γυναικολόγος και γυναικάκιας πουρχόταν πάντα: αυτός καθότανε στην άλλη άκρη της Αθήνας κι ούτ' έβγαινε τέτοιαν ώρα απ’ το σπίτι ναρθή εδώ έξω.
Εκεί βροντοκυλούσανε τ' αστραποπέλεκα, ροβόλαγαν τα νερά, απολύονταν οι σιφούνοι, έδερναν και λάμπαζαν απ' άκρη σ' άκρη τον τόπο. Μα εκεί ψηλά λούζονταν και χόρευαν οι Νεράιδες· κλώθανε οι Μοίρες τη ζωή του ανθρώπου· μάντριζε ο Αράπης τα τάλλαρά του με το σιδερένιο τοπούζι του.
Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.
Με πονοκέφαλο, με θέρμη, με βήχα και με συνάχι, κατεβαίνεις από τ' Απεράθου στους Βόθρους· όχι! δεν κατεβαίνεις· κατρακυλάς· το μουλάρι λέει να πατήση και φοβάται· φυσά βοριάς, παλληκάρι, και σου σπάνει τη μούρη· από την άκρη του βουνού, μπροστά σου, απάνω από τα βράχια και τους γκρεμνούς, σαν άσπρες φοράδες, μπρούμυτα κάτι σύννεφα πετιούνται και θαρρείς πως θα σε πλακώσουν. Ας είναι!
Το αγόρι του, παιδί ως δέκα χρονώ, με τα μούτρα και τα χέρια πασσαλειμμένα από το υγρό μιας μεγάλης φέτας καρπουζιού που εκρατούσε κ' έτρωγε, έπαιζε τον κυνηγητό με την αδελφή του, κοριτζάκι αδύνατο, μικρότερο απ' αυτό, ενώ το σκυλλί του σπιτιού, μαύρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ωρμούσε κ' εδάγκανε, παίζοντας, πότε την άκρη του φουστανιού της μικρής, πότε τα παπούτζια του αγοριού με χαρμόσυνα γαυγίσματα.
Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκε — πήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα.
Όταν τα ξανάνοιγε έβλεπε την κιτρινωπή δημοσιά να χάνεται ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο του ορίζοντα, επάνω προς τα βουνά του Νούορο και κάτω προς τη θάλασσα της Μπαρονία, και του φαινόταν πως έτσι ζούσε πάντα, στην άκρη ενός δρόμου που είχε διανύσει τον μισό και τον άλλο μισό τον είχε μπροστά του.
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν