Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέρα.» Είπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.
Πάντα τον προσέχουν· οι κοινές γλώσσες είναι γεμάτες εξαίρεσες, γιατί ανακάτωσαν τη γλώσσα του ενός και του άλλου χωρίου. Συχνά όμως δυο χωριά που ανακατώνουνται με τέτοιο τρόπο, έχουν όλους διόλου αντίθετους φωνολογικούς νόμους και γραμματολογικό σύστημα που διαφέρει από τη μια άκρη στην άλλη.
Κι' όπως λιχμίζουν χωρικοί, και τ' άχερο στ' αλώνια παίρνει ο αγέρας, σα φυσούν άνεμοι κι' η ξανθούλα 500 θεά χωρίζει Δήμητρα απ' τ' άχερο το στάρι, κι' ασπρολογάνε οι θημωνιές· όμια άσπρισε τους άντρες απ' άκρη ως άκρη ο κουρνιαχτός, που σύγνεφα λες τότες ως στον πολύχαλκο ουρανό τον τίναζαν τα πόδια των ζώνε, σα ματάσμιγαν — τι πίσω τα γυρνούσε 505 κάθε αμαξάς — κι' οι δυο στρατοί ξανά στη μάχη ορμούσαν.
Που η πάστρα και η ταχτοποίηση που κρατούσε η Λιόλια ! Τους ξανάρθαν τα κλάματα, της Λιόλιας και της θειας Ελέγκως, σαν είδαν την ανακατοσούρα και ταδειανό κρεββάτι της Βεργινίας, σπρωγμένο σε μιαν άκρη. . Έπιασ' η θεια Ελέγκω με τη γειτόνισσα, που ήτανε μια καλή γυναικούλα πονόψυχη, να συγυρίσουνε λιγάκι, ναερίσουν το κρεββάτι.
Φορένεται η Αριάδνη τη χλαμύδα και ξεκινάει με τη συνηθισμένη βασιλική συνοδία, κι ο Πατριάρχης μαζί τους. Έρχεται η Βασίλισσα και θρονιάζεται απάνω στο «Κάθισμα». Φωνάζει ο λαός κι ο στρατός, «Αριάδνη Αυγούστα, συ νικάς. Ευσεβή Κύριε, ζωήν αυτή. Πολλά τα έτη της Αυγούστης. Ορθόδοξον Βασιλέα τη Οικουμένη.» Βούηξαν έπειτα τρία «Κύριε ελέησον » απ' άκρη σ' άκρη του ιπποδρομίου.
Ο Αγαθούλης και ο Κακαμπός ανεβαίνουνε στην καρότσα· τα έξι πρόβατα πετούσανε και σε λιγώτερο από τέσσερις ώρες φτάνουνε στο παλάτι του βασιλιά, που βρισκότανε σε μιαν άκρη της πρωτεύουσας.
Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή.
Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, 855 κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, 860 που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.
Δράκους αλλού κεντάει και λάμιες και νεράιδες, Κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια· 'Σ την άκρη του γιαλού την ίδια τη θωριά της Ολόφαντη ιστορεί από εμμορφιάν και νειότη Και πλούτον και αρχοντιά, και 'ς τα λευκά της χέρια Τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι, Ανάρηα το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια: Μαντήλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο.
— Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια. Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν