United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν από την απλή φιλονικία θαρθούμε ή σε αγάπη περισσότερη ή σε περισσότερο μίσος, γιατί όπως κι αν το πάρη κανείς, το κάτω κάτω, η φιλονικία πιο πολύ μοιάζει με το μίσος παρά με την αγάπη, Κ' ίσα ίσα βλέπουμε τι ανίκανες που είναι οι λέξες. Οι λέξες μας παρασταίνουν την καρδιά, μόνο σαν έφταξε το πάθος στην άκρη του, στο μίσος ή στην αγάπη.

Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο 440 σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοίαΈτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε, κι' όλοι ενωμένοι ομπρός τραβάν μες στο τειχί να μπούνε.

Κάμποσα πατήματα αφήκε στην εποχή του ο Αυτοκράτορας τούτος. Και καθώς συνέβηκε με πολλούς άλλους και προτερινούς και κατοπινούς του, έτσι και του Ζήνωνα η ιστορία είναι ανακατεμένη και με τα δυο τα στοιχεία που πλάγι πλάγι απαντιούνται από τη μιαν άκρη στην άλλη του δρόμου μας.

Αι καλά· σώπα πια· θα ιδώ τόρα να πιστέψω· κ' εσταματήσαμε παράμερα από τους μακελάρηδες. Η μεγάλη δίπλα η ξερολιά, — ξερή γιατί ποτίζεται χρόνια τόρα μ' αίμα, — με δυο τρεις θηλιές απ αργασμένα βούνεβρα στις χοντρές κλάδες της απάνω περασμένες, και το τσιγκέλι στην άκρη καθεμιά τους κάτω, ήταν ακέρια τζελαλατίνα τω βοδιών. Ήταν τρεις οι μακελάρηδες. Άγριοι, λεροί κι αλλαξοπρόσωποι.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.

Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.

ΔΑΦΝΙΣ Τι θα κερδίση ο νικητής; τι στοίχημα θα βάλης; ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θα βάλω τη φλογέρα μου, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη, αυτή θα βάλω στοίχημα πούνε 'δικό μου πράμμα· ό,τ' είνε του πατέρα μου δεν το στοιχηματίζω. ΔΑΦΝΙΣ Ίδια φλογέρα έχω κ' εγώ, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη. Τώρα κοντά την έκανα.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.

Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι. Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό.

Στο κεφάλι του ο Σιφογιάννης φορούσε μαύρη πέτσα . Οι Ρωμιοί τότε απόφευγαν τα ζωηρά χρώματα και φρόντιζαν να φαίνωνται ταπεινοί, για να μη θεωρούνται επιδεικτικοί, ότε μπορούσαν να θεωρηθούν από τους Τούρκους προκλητικοί. Με το βάδισμα του γαϊδουριού, σειότανε η άκρη της πέτσας του Σιφογιάννη. Ήτον καθισμένος στο σαμάρι δίπλα, με ρωμαίικη καβάλα, όπως την έλεγαν τότε και την λέγουν ακόμη.