Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.
Ο ήλιος διάφανος, δροσερός αγκάλιασε πάλι την εξοχή, μεγάλοι κόμποι νερού τρεμούλιαζαν στην άκρη των μαδημένων φύλλων των δέντρων των κλημάτων, ο ουρανός άπλονε τη θολωτή αγκαλιά του πιο γαλάζια, τα πουλιά λουσμένα στη βροχή, φτερούγιζαν να στεγνώσουν ήλιο. Κ' η λαμπράδα αυτή του καθάριου ουρανού, του μεγάλου ήλιου, έπεφτε με μια μεγάλη λύπη απάνω στην κατατσακισμένη, την καταστραμμένη φύση.
Μαζύ του κι' ο Δημήτρης Κρατώντας 'ς το δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας, Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, Με τη στερνή του την πληγή.
Κι ο όχλος γύρω να φωνάζη ψέλνοντας «Επί ασπίδα, και βασιλίσκον επέβης και επάτησας λέοντα, και δράκοντα». Καταμεσής στο Ιπποδρόμιο είταν τραβηγμένη γραμμή λεγάμενη Σπίνα, τοίχος δηλαδή που χώριζε το Ιπποδρόμιο κατά τη μέση, στολισμένος κι αυτός με τρία μεγάλα και πολύτιμα μνημεία, απόνα στην κάθε άκρη κ' ένα στη μέση. Το πρώτο είταν οβελίσκος φερμένος από την Αίγυφτο μ' επιγραφές ιερογλυφικές.
Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν, οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου. Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα κ' οι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων σαν τους αρχαίους ήρωας αρματωμένος είνε· την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ησκιώνουν.
Δυστυχισμένο μου παιδί! ξέρετε, πως μου κοστίσατε την άκρη της μύτης, έν' αυτί κ' ένα μάτι; Πώς γενήκατε! Ε! τι ναι αυτός ο κόσμος. Αυτή η νέα περιπέτεια τους έκανε να φιλοσοφήσουνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180 και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.
Από τους άλλους λοιπόν κανένας δεν τα εγνώρισε· μα κάποιος Μεγακλής, που για τα γερατιά του ήτανε στην άκρη του τραπεζιού, καθώς τα είδε, τα γνώρισε και παραπολύ δυνατά εφώναξε: — Τι είν' αυτά, που βλέπω; τι μου γίνηκες κοριτσάκι μου; τάχατες κ' εσύ ζης; ή τα πήρε αυτά κανένας βοσκός που τα βρήκε κατά τύχη; Παρακαλώ σε, Διονυσιοφάνη, πες μου: από πού έχεις τα σημάδια; Μη ζηλέψης να βρω κ' εγώ την κόρη μου ύστερ' από το Δάφνη.
Κι' ο Αχιλέας στου γιαλού την πολυτάραχη άκρη βαριά στενάζοντας έκατσε με κύκλω τους συντρόφους, 60 σε μια άπλα πούσκαζε κοντά το κύμα στα χαλίκια.
Μια μεγάλη βασίλισσα, ώμορφη σαν την αυγή. Το βασίλειό της ήτανε ωραίο και πλούσιο. Χρόνια και χρόνια ήθελες να ταξιδέψης για να φθάσης από την μιαν άκρη στην άλλη. Κ' είχε το βασίλειό της όλα τα καλά του κόσμου κι' όλες τις ομορφιές της πλάσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν