Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα, στο Δία κι' όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει, προστάζει τους καλόφωνους τους κράχτες να φωνάξουν 50 σε συντυχιά τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες. Κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. Και πρώτα οργάνιζε βουλή των δυνατών αρχόντων κοντά στου γερο-Νέστορα το μελανό καράβι.
Επήδησε μ' ορμή πάνω στη φουσκωμένη την κοιλιά του Λιάρου. Ξαπλωταριά χάμου σύξυλο εμουκάνιζε το βόιδι με κλάψα. Αγκομαχούσε μ' αγωνιά, κι αναχάραζε σα να ψυχοραγούσε. Εφύσαε το σβυσμένο ρουθούνι του φριχτά. Ανέμιζε στο φύσημά του κ' εσήκωνε σύγνεφα γύρω τα χώματα. Του μακελάρη το γυμνασμένο χέρι έσκισε τον αέρα μ' ορμή. Ταστραφτερό λεπίδι λαμποκόπησε ψηλά.
ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην· Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι του νέου οπού την κρατεί, εκεί; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δεν την γνωρίζω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες! Μου φαίνεται 'ς το μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη, ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη! Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι, τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!
Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη.
Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. 60 κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν, και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ η περιστέραις, οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν• ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει• αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65 θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη• αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα. μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο, απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70 και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.
Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και ακούμπησε το χέρι στο στήθος του. «Αυτό θα το αναλάβω εγώ!», υποσχέθηκε με αποφασιστικότητα. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της Νοέμι κι εκείνος που πάντα φοβόταν τα υγρά και ψυχρά της μάτια σαν θάλασσα βαθιά, κατάλαβε πως η νεαρή κυρά του έπαιρνε στα σοβαρά την υπόσχεσή του. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε. Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του.
Οι τέσσερες άπιστοι προδότες χλωμιάζουν, σαν ακούνε αυτά τα λόγια. Βλέπουν κι' όλα κρυμμένο τον Τριστάνο να τους παραμονεύη. «Μεγαλειότατε, λέει ο αυλάρχης, αν αλήθεια σε υπηρέτησα σ' όλη μου τη ζωή παράδωσέ μου την Ιζόλδη. Αναλαμβάνω γι' αυτή σα φύλακας και σαν Εγγυητής της». Αλλά, αλύγιστος, ο Βασιληάς πιάνει το Ντινάν από το χέρι κι' ορκίζεται στους αγίους πως θα τιμωρήση δίχως αναβολή.
Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί, και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν, από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί, που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν. Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη, να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου, και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι, με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.
Και καθώς είχε στάλλα του έργα δεξί του χέρι το Βελισάριο, τον Τριβωνιανό, τη Θεοδώρα, έτσι και στα δοξασμένα χτισίματα του, στα μεγάλα εκείνα αρχιτεκτονικά του ποιήματα — που για τα μας αξίζουν το καθένα, ή τουλάχιστο ένα τους, μια αλάκερη Ιλιάδα — και δω βρήκε έτοιμο δεξί του χέρι τον αθάνατο Ανθέμιο, καθώς και τον Ισίδωρο.
Ο Ντινάς εγύρισε λοιπόν στο Τινταγκέλ, ανέβη τα σκαλιά, και μπήκε στην αίθουσα. Κάτω από το βασιλικό θόλο ο Μάρκος και η Ιζόλδη η Ξανθή, καθισμένοι, έπαιζαν ζατρίκι. Ο Ντινάς πήρε θέσι κοντά στη Βασίλισσα σ' ένα σκαμνί, για να παρακολουθήση τάχα το παιγνίδι, και δυο φορές κάνοντας ότι της δείχνει τα κομμάτια έβαλε το χέρι του στο ζατρίκι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν