Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Ένα παράσταινε την εικόνα του Χριστού μεταξοκέντητη, με ολόχρουσο φόρεμα, ανασηκωμένο όμως κατά τα πλευρό με τρόπο που να φαίνεται πορφυρένιος χιτώνας, σιμά στα δεξί χέρι που δαχτυλόδειχνε τη Βίβλο καθώς την κράταγε τάλλο το χέρι. Πλάγι του Χριστού στέκουνταν ο Απόστολος Παύλος κρατώντας ραβδί στα χέρι με σταυρό στην απάνω άκρη. Άλλα σκεπάσματα πάλε παράσταιναν τον Ιουστινιανό με τη Θεοδώρα.
Εγλυστρούσαν στρογγυλές, γεμάτες, κανονικές οι γάμπες. Με το δεξί χέρι πάνω απ το κεφάλι, στη μέση πίσω διωγμένο τάλλο, εγύριζε, εγύριζε. Εστριφογύριζε μια καρτέλα, άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Έξαλλη, ξελιγωμένη, σπαρταριστή, συναρπασμένη, προκλητική, δαιμονισμένη, μανιακή. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε το σαντούρι πολύχορδο. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.
Πίστευαν οι Εθνικοί πως να ταγγίξης μονάχα τάγαλμα εκείνο, και ξαναγίνεται χάος ο κόσμος. Κι ως τόσο ένας σταλήθεια αθεόφοβος στρατιώτης μ' αξίνι στο χέρι βαρύ σκαλώνει απάνω, κ' εκεί που κ' οι Χριστιανοί ακόμα πρόσμεναν κοσμοχαλασιά, καταφέρνει μια στο μάγουλο του θεού, και πέφτει το μάγουλο κάτω. Άλλη μια τσικουριά, κατόπι άλλη, και κατρακυλούν τα κομμάτια, ώσπου θρουβαλιάστηκε όλο τάγαλμα.
Επειδή δε εγέλασαν διά τούτο όλοι, Γελάτε, γαϊδούρια, είπε, διότι προέπια υπέρ της νύμφης εν ονόματι του θεού μας του Ηρακλέους; Και όμως πρέπει να ξέρετε ότι αν δεν λάβη από το χέρι μου το ποτήρι , δεν θα γέννηση ποτέ υιόν όμοιον μ' εμένα, δηλαδή με δύναμιν ακαταγώνιστον, με χαρακτήρα ελεύθερον και σώμα τόσο ρωμαλέον.
Δεν το ξέρεις πως θάχουμε παράσταση απόψε; Το τραπέζι θα είναι, να πούμε, σα βήμα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε μας λες λοιπόν πως θα βγάλη λόγο; ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Τι να σου πω; Ξέρω κ' εγώ; Λόγο, παράσταση, αυτή το ξέρει. Όμως άκουσα να λένε, πως θα κάνη την Οφέλια, μια που τρελλάθηκε λέει για ένα τρελλό βασιλόπουλο. Έλα, δώσε μου τώρα ένα χέρι να βάλουμε το τραπέζι στη μέση. Την κακομοίρα!
Λέγει του η μάγισσα· ω ψυχή μου, αγαπητέ μου, φανέρωσέ μου καθαρά ποία είναι η ρίζα, που μου λέγεις; Της απεκρίθη ο βασιλεύς· ω αστόχαστη και κακόγνωμη γυναίκα, δεν καταλαμβάνεις διά ποίαν αιτίαν λέγω; είναι αυτή η πολιτεία, οι κάτοικοί της και τα τέσσαρα νησία της, τα οποία όλα εσύ με τας μαγείας σου αφάνισες από το πρόσωπον της γης· κάθε μεσονύκτιον τα ψάρια αυτής της λίμνης σηκώνουν τα κεφάλια τους εις την επιφάνειαν της λίμνης, και φωνάζουν εκδίκησιν εναντίον μου και εναντίον σου· ύπαγε γρήγορα να τα μεταμορφώσης όλα εις την πρώτην των κατάστασιν, και γυρίζοντας σου δίδω το χέρι μου διά να με βοηθήσης να σηκωθώ, και τότε θέλω σε ευχαριστήσει εις όλα σου τα θελήματα.
Ο γιατρός υποσχέθηκε πως θα έρθη και γω ανέβηκα πάλι τη σκάλα, όπου άκουσα από την ανοιχτή πόρτα της κάμαρας την αναπνοή της γυναίκας μου, που φαινότανε πως αυτή μόνη κυριαρχούσε στο σιωπηλό σπίτι. Εκεί είδα τον Ούλοφ, που έστεκε άφωνος στη σκάλα και φαινότανε πως ακροαζόταν. Άγγιξα με το χέρι τον ώμο του και συλλογίστηκα να περάσω χωρίς να σταματήσω.
Όταν συνήλθε με τράβηξε κοντά του. «Αγαπημένε μου ανιψιέ», μου είπε αγκαλιάζοντάς με, «ήρθες σε μένα να πάρεις την θέση του, και θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να ξεχάσω ότι είχα ποτέ ένα γιό που μπορούσε να φερθεί με τέτοιο απαίσιο τρόπο.» Μετά γύρισε και ανέβηκε την σκάλα.
Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος. Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν. — Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα!
Πίσω δεν ήτο άλλος. Και όμως ησθάνθην βαρύ πάλιν ένα χέρι αόρατον, οπού μ' έσπρωχνε με βίαν να πέσω πάραυτα να γονατίσω. Και ακούω — μου εφάνη — μέσα μου μια γλυκεία φωνίτσα, μια ψιλή-ψιλή φωνίτσα, σαν της Ξενιώς μου την μελωδική φωνή οπού μου έλεγε να πω: «Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν