Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τάσπερνε από τότες ο Ιουστινιανός τα δημόσια χρήματα σε θεάματα και σε μεγαλοπρέπειες. Άλλα μερικά χρόνια, και τονέ βρίσκουμε Αύγουστο. Όλα εκείνα τα χρόνια είταν το δεξί χέρι του γέρου. Ώστε και πρι να γίνη Αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός κυβερνούσε το κράτος, κ' έτσι καταντάει η βασιλεία του Ιουστίνου να είναι και του Ιουστινιανού το πρώτο κελάιδημα.
Αλλ' όμως ο αράθυμος Τυβάλτης δεν ακούει, κι αντί τα λόγια του αυτά να τον καθησυχάσουν, 'ς του Μερκουτίου χύνεται το στήθος το γενναίον με το σπαθί του το γυμνόν. Κ' εκείνος αναμμένος το σίδερον 'ς το σίδερον αμέσως αντικρύζει, και μ' ένα χέρι πολεμά τον θάνατον να διώξη, κ' εις τον Τυβάλτην προσπαθεί με τ' άλλο να τον δώση κι αυτός πασχίζει τεχνικά να του τον στείλη 'πίσω.
Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει, το ίδιον τώρα, — βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία. Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι απ' του Δικαίου το σπαθί 'ς το χέρι της Ανδρείας, κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει, και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους αρχίζει νέαν έφοδον.
Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.
Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, και μ' άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάννα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρθαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Παναγιάς η εικόνα, κ' έρχουνταν έτσι να σταθή κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιώτερο.
— Θυμάσαι, λέει, που σου είπα πως δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη ζωή έπειτ' από αυτή; Εσύ μ' έκαμες να το πιστεύω. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει ενώ το λέει κ' η φωνή της έχει έναν τόνο οργής που με θλίβει. Το παρατηρεί και για να μ' εξιλεώση πιάνει το χέρι μου, ενώ ξακολουθεί: — Τώρα πιστεύω πως υπάρχει και τώρα γνωρίζω πως μπορεί κανείς ναρχίση να ζη μια τέτοια ζωή εδώ στη γις.
Είναι όμως παρηγορητικό να βλέπουμε τους σημερνούς τους Βυζαντινολόγους, Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς, που κρένουνε και γράφουνε με την λαμπάδα της αλήθειας στο χέρι.
Διαβάστε τον Αργύρη, να διήτε στα παραμύθια του μέσα ζωντανή τη ζωή, ζωντανή τη γλώσσα της Ρωμιοσύνης. Εκείνος ο Αργύρης! Ποιος από μας τον αξίζει τον Αργύρη; Μιαν αράδα του Αργύρη μου να διαβάσω, μου έρχεται να ξεσκίσω όσα έγραψα ως τώρα. Και τι να πω για τις Φυλλάδες του Γεροδήμου ; Πετράδια, μαργαριτάρια και διαμάντια. Άπλωσε τα χέρι και τα μαζέβεις.
Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.
Η Νοέμι ξανάρχισε να ειρωνεύεται, αλλά η ντόνα Έστερ ακούμπησε το χέρι της στο χέρι εκείνης και είπε με ήπιο τόνο. «Του δίνει λεφτά η Καλίνα. Νομίζαμε ότι το ξέρεις, Έφις! Παίρνει από την Καλίνα με τόκο και ο Πρέντου του υπόγραψε κάποιες συναλλαγματικές, επειδή ελπίζει έτσι να μας πάρει το κτηματάκι. Καταλαβαίνεις!» Καταλάβαινε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν