United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Τον ηύρε 'πού τους Έλληναις με κτύπους αδυνάτους πολεμούσε· ανυπόταχτο εις το χέρι το πανάρχαιό του ξίφος όπου πέση κάτω μένει· περισσός αντίπαλός του εις τον Πρίαμον ο Πύρρος ξεσπαθόνει και με λύσσαν μέγα χτύπημα βροντάει, και με μόνον τον αέρα με το σύρμ' αυτό του ξίφους πέφτει άνευρος ο γέρος.

Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ τουτην ασημένια τη λαβή· κι' οπίσωτο θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνητον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.

Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση.

Είμαι συμφωνότατος. Ξένος. Βλέπεις λοιπόν ότι είπαμεν καλά, ότι αυτό το θηρίον είναι πολύμορφον και κατά την παροιμίαν δεν πιάνεται με ένα χέρι. Θεαίτητος. Τότε λοιπόν ας το πιάσωμεν με τα δύο. Ξένος. Βεβαίως πρέπει, και όσον μας είναι δυνατόν αυτό πρέπει να το πράξωμεν, ζητούντες κανέν ίχνος αυτού καθώς είναι το εξής. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, υπάρχουν μερικά ονόματα διά τας οικιακάς υπηρεσίας;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης ό,τι σου είπα. ΟΦΗΛΙΑ Μες την μνήμην μου κλεισμένο είναι, και το κλειδί της κράτει συτο χέρι. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε; ΟΦΗΛΙΑ Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.

Ραγίσου από φόβον εσύ, που παραμόνευες κ' εκαιροφυλακτούσες, επίβουλε, εις άνθρωπον το χέρι να σηκώσης! Εβγάτ' απ' τον κρυψώνα σας, εγκλήματα κρυμμένα, και ήμαρτον φωνάξετε εμπρόςτους κατηγόρους αυτούς εδώ τους φοβερούς! — Εγώ είμ' ένας γέρος 'λιγώτερον αμαρτωλός παρά αδικημένος! ΚΕΝΤ Αλλοίμονον!

Η ερωτεμμένη κόρη απομακραίνεται θεληματικώς, καθώς την παρακινεί η φυσική σεμνότης, από την στιγμή που έσμιξε το χέρι του αγαπημένου νέου. Ο Πρόσπερος τους ακούει και τους βλέπει, και με την πατρικήν ευχή του σφραγίζει τον άγιον εκείνον δεσμό, και ύστερα τον εορτάζει με τα χαρμόσυνα πλάσματα της μαγείας του.

Ω αγαπημένοι μας θεοί, απλώνοντας το χέρι σας πάνω στην πόλη μου, σωτήρες της, δείξετε πως την αγαπάτε και γνοιασθήτε τα κοινά ιερά, γνοισθήτε και βοηθάτε, τις πρόθυμες πλουσίων τελετών θυσίες πολλές θυμάμενοί μου.

ΑΡΓΓΑΝ Έλα, κόρη μου, δώσε το χέρι σου στον κύριο και βεβαίωσέ τον ότι θα του είσαι πιστή σύζυγος. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Πατέρα μου! ΑΡΓΓΑΝ Ε! τι πατέρα μου! τι θα πη αυτό; ΑΓΓΕΛΙΚΗ Σε παρακαλώ, μη βιάζης τα πράγματα. Δώσε μας τουλάχιστο τον καιρό να γνωριστούμε και να γεννηθή μέσα μας η συμπάθεια εκείνη που είνε αναγκαία για κάθε τέλειο γάμο.

Ο Τριστάνος προσπάθησε να συγκρατήση το χέρι της: άδικα. Το σώμα του ήταν ακόμη σαν παράλυτο. Το πνεύμα του όμως έμεινε ευκίνητο. Μίλησε λοιπόν με τέχνη: «Έστω, θα πεθάνω. Μα, για να μην έχης βαρειές τύψεις, άκουσε. Βασιληά κόρη, μάθε ότι δεν έχεις μοναχά την εξουσία, αλλά και το δικαίωμα να με σκοτώσης. Ναι, έχεις δικαίωμα απάνω στη ζωή μου αφού δυο φορές μου την έσωσες και μου την απέδωκες.