Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
ΝΟΤ. Σε ζηλεύω, ευτυχή Ζέφυρε, δι' όσα είδες, καθ' ον καιρόν εγώ έβλεπα γρύπας και ελέφαντας και μαύρους ανθρώπους &Χαιρεφών—Σωκράτης& ΧΑΙΡ. Τι φωνή είνε αύτη, ω Σώκρατες, που ήλθε μακρόθεν από τα παράλια και το ακρωτήριον εκείνο; Πολύ ευχάριστον άκουσμα. Τι είδους ζώον άρά γε να είνε αυτό που φωνάζει; Διότι τα διαιτώμενα εις τα ύδατα ζώα είνε άφωνα.
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.
Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας. — Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά. Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!
Και μες στα παραλούρια το γάβρο δένει Πήδασο — που ο Αχιλιάς τον πήρε τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστρο — πούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιας είταν θρέμμα. Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη 155 κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Κι' εκείνοι αμέσως όξω 156 166 πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.
Ο διάβολος φωνάζει μέσα εις τα έντερα του τρελλού και γυρεύει να του δώσουν δύο ψαράκια να φάγη. Μη φωνάζης, μαύρε άγγελε, και δεν έχω να σου δώσω να φάγης. ΚΕΝΤ Τι έχεις, ω αυθέντα μου; Τι βλέπεις και θαυμάζεις; Εδώ 'ς το στρώμα πλάγιασε ν' αναπαυθής ολίγον. ΛΗΡ Την κρίσιν πρώτα να ιδώ. Οι μάρτυρες ας έλθουν! Συ, που φορείς κριτού στολήν, 'ς την μέσην να καθίσης.
Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.
Είπε, κι' ατός του κάθησε στης Πέργαμος την άκρη. 460 Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας, και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου «Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας; 465 Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες; Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα, το γιο του μεγαλόψυχου Αχίση, τον Αινεία.
Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.
Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη προσεφκή η Παλλάδα. 295 Λοιπόν σαν προσεφκήθηκαν στην κόρη του μεγάλου Διός, μέσα στα σκοτεινά κινούν σαν διο λιοντάρια, περνώντας αίματα, άρματα, λαβωματιές, κουφάρια. Μα και των Τρώων ο άφοβος ο Έχτορας τ' ασκέρι δεν άφισε να κοιμηθεί, μον σε βουλή τους πρώτους 300 φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν