United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αν ερωτήση κανείς ένα εξ αυτών, ο οποίος φωνάζει περισσότερον και δεικνύει το περισσότερον θράσος και κατακρίνει τους άλλους, συ δε τι πράττεις και κατά τι, προς θεού, δυνάμεθα να είπωμεν ότι συντελείς εις την κοινήν ωφέλειαν; θ' απαντήση, εάν θέλη να είπη δίκαια και αληθή• να ταξιδεύω ή να γεωργώ, ή να υπηρετώ ως στρατιώτης ή να επαγγέλλωμαι μίαν τέχνην μου φαίνεται περιττόν• το έργον μου είνε να φωνάζω, να είμαι ρυπαρός, να λούωμαι με ψυχρόν νερόν και να περιφέρωμαι ανυπόδητος τον χειμώνα και καθώς ο Μώμος να κατηγορώ όσα οι άλλοι πράττουν• και αν κανείς εκ των πλουσίων κάμνη πολυτελείς προμηθείας διά την τράπεζάν του ή συντηρή εταίραν, το σχολιάζω και αγανακτώ• εάν δε κανείς εκ των φίλων ή των συναδέλφων μου κατάκειται άρρωστος και έχει ανάγκην βοηθείας και θεραπείας το αγνοώ.

Δάδες στη σκηνή δεν μπάζει, ούτε «αχ και βαχ» φωνάζει, μα στους στίχους της μονάχα και στην τέχνη τη δική της έχει την πεποίθησί της. Μα κι' ο Έρμιππος, κ' εκείνος κωμωδία είχε βγάλη στον Υπέρβολον απάνω. Μα κι' αν πάλιόσα γράφω ευχαρίστησι θα βρήτε, φρόνιμοι στους άλλους χρόνους, όπου θάρθουν, θα φανήτε.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του! Μύριες θωριές η Αμερισούδα!

Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.

Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη, Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις. Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη, Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη. Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις. Που αν έπεφτετα χέρια τους θάχανε τη ζωή του, Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει, Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα. Πέρασε η νύχτα.

Πώς να κάμω λοιπόν; Κρύος ιδρώς μου ήλθε την τελευταίαν στιγμήν. Η φωνή μου άρχισε να τρέμη, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου τρεμούλιασαν. Αλλά μόλις εκαλανάρχησα εις τον ψάλτην το τέλος «η προαίρεσις δίδου», και μου δίδει μια ο πατέρας και ευρίσκομαι αμέσως μπροστά 'στο στασίδι του δημάρχου πρώτα-πρώτα. Η προαίρεσις δίδου! Φωνάζει αντί για μένα ο πατέρας μου, σαν να με δίδασκε.

Αλλ' όστις, παιδία μου, αποθνήσκει με την γλυκυτάτην συναίσθησιν ότι εξεπλήρωσε κατά δύναμιν τα προς τον Θεόν και τον πλησίον καθήκοντά του· όστις, αφίνων την γην, αφίνει συγχρόνως επ' αυτής μνήμην αγαθήν, αυτός δεν πρέπει να τρέμη, ουδέ να λυπήται μεταβαίνων εις την αιωνιότητα· απ' εναντίας ας χαίρη και ας αγάλληται, διότι προς αυτόν ο δίκαιος Κριτής φωνάζει « Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την αιώνιον χαράν τον Κυρίου σου. »

Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους

Εν τούτοις εις το βάθος του δώματος, αριστερά επεφάνη είς άνθρωπος με χιτώνα λευκόν, γυμνόπους και με στωικόν ύφος. Ο Μαναή, από τα δεξιά, ώρμησε υψών την μάχαιράν του. Η Ηρωδιάς φωνάζει τον Μαναή — «Φόνευσέ τον». — «Στάσουτου λέγει ο Τετράρχης. — Ο Μαναή έμεινεν ακίνητος, ως και ο άλλος.