Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ. — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;

Φορένεται η Αριάδνη τη χλαμύδα και ξεκινάει με τη συνηθισμένη βασιλική συνοδία, κι ο Πατριάρχης μαζί τους. Έρχεται η Βασίλισσα και θρονιάζεται απάνω στο «Κάθισμα». Φωνάζει ο λαός κι ο στρατός, «Αριάδνη Αυγούστα, συ νικάς. Ευσεβή Κύριε, ζωήν αυτή. Πολλά τα έτη της Αυγούστης. Ορθόδοξον Βασιλέα τη ΟικουμένηΒούηξαν έπειτα τρία «Κύριε ελέησον » απ' άκρη σ' άκρη του ιπποδρομίου.

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Ο κόντρας κτυπά, διπλούμενος εν εαυτώ, υπ' αντιθέτων ριπών συγκρουόμενος, ως αετός πληγωμένος θανασίμως. Το φλέσι κρούεται ως τύμπανον παρατάξεως. Η τρικυμία μυκάται ήδη, φωνάζει, ακούεται, βρυχάται μακράν ως βοή λεόντων και τίγρεων αμιλλωμένων εν διαύλω και δολίχω. Πυρκαϊά αθέατος, και φθάνουσιν οι κροταλισμοί των φλογών της. Τα κύματα πλακόνουν, επλάκωσαν. — Μάϊνα φλέσι! Μάϊνα κόντρα!

Τότες βαριά στενάζοντας της είπε ο γιος του Κρόνου «Κακές, πολύ κακές δουλιές μ' ανοίγεις με την Ήρα, και σύχυσες, σα με κεντάει με τα πικρά της λόγια· που κι' έτσι εκείνη αδιάκοπα μπρος στους θεούς μαλώνει 520 και μου φωνάζει πως βοηθάω τους Τρώες στους πολέμους. Μόνε τραβήξου τώρα εσύ μήπως σε νιώσει η Ήρα, κι' εγώ θαν τα φροντίσω αφτά να γίνουνε.

Πηγαίνει αμέσως στον Ολλανδό δικαστή· κι' όπως ήτανε λιγάκι ταραγμένος, χτυπά απότομα την πόρτα· μπαίνει, εκθέτει το δυστύχημά του, φωνάζει λιγάκι περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε.

Θέλεις ήταν ανέλπιστη χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου.

Σήκω να πάμετην εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή. — Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις. — Νά τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης; — Κοιμάται εκείτο χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις. — Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν