Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Άμε στο καλό, άνθρωπε μου, φωνάζει μ' ολόφεγγο πρόσωπο η Προεστίνα, που με κάμνεις και περνούνε λογιώ λογιώ στοχασμοί από το νου μου! Δε λέω πως δε θα μας ξανάρθη η Καλλίτσα, ο Εγγλέζος όμως αυτός — — Ορίστε μας πάλε πρωί πρωί! μουρμουρίζει ο κυρ Αλεξαντράκης.

Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει. Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς. Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την οικοδέσποιναν. — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . — πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ; — Κωστής Φυσέκης, κυρά!

Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση, Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι. Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει: — Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

Ώρες-ώρες ο κόσμος φωνάζει θορυβωδώς εναντίον κάποιου μάγου καλλιτέχνη ποιητή, γιατί, για να μεταχειρισθούμε τη δική του παλιά κι ανόητη φράση, «δεν λέει τίποτε». Όμως, αν είχε τίποτε να πη, θα τόλεγε, και το αποτέλεσμα θα ήταν οχληρό. Ακριβώς γιατί δεν φέρνει καινούργιο μήνυμα, μπορεί και πλάθει όμορφο έργο.

Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περπατούνε — ή που κάθουνται: Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει; Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέχει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι.

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα. Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιάεμένα δίδει· εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!... Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον, ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα, η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν